Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής των θαλασσών και του ανεκπλήρωτου έρωτα

Αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο Καββαδία (1910-1975) οργανώνει το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού (ΕΙΠ) στα Παραρτήματα και τις Εστίες του, στο εξωτερικό, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή. Το αφιέρωμα - έκθεση και παράλληλες εκδηλώσεις (συναυλίες, αναγνώσεις, προβολές κά) - παρουσιάζεται στη γλώσσα τής κάθε χώρας σε μια προσπάθεια να προωθηθεί η ελληνική λογοτεχνία και να "επικοινωνήσει" μαζί της το κοινό.
Δείτε τη συνέχεια.
Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής των θαλασσών και του ανεκπλήρωτου έρωτα

2 σχόλια:

Ροζαλία είπε...

Tράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Xορτιάτης
κι' ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μούγινες μοτάρι και καρφί.
Mε έριχνε η Tούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Tη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Tα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Kαι τί δεν έχω υποσχεθεί και τί δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ―της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι―και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Tο δαχτυλίδι πούφερνα μου τόκλεψε η Oράγια.
Tον παπαγάλο ― μάδησε κι' έπαψε να μιλεί.
Aς εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι' ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Tίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει, ―έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.Eμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.

Tης Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.Nα μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Kι' αν κάποια στην Kαλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,μπορεί να ρθώ απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά. (από το Tραβέρσο)

Ροζαλία είπε...

για τον Καββαδια

«Είχε τη συστολή μικρού παιδιού»

Έπλαθε φανταστικές ιστορίες κι έλεγε ψέματα, όχι για να ξεγελάσει ή να κερδίσει κάτι τι, μα για να διασκεδάσει τους συνομιλητές του ή να τους κάνει ν’ αλλάξουν την άδικη γνώμη τους για κάποιον που ο ίδιος αγαπούσε. Είχε τη συστολή μικρού παιδιού και ήταν αμέτρητες οι φορές που όταν τον ρωτήσαν «Μα είσθε ο ποιητής Καββαδίας; ο Μαραμπού;» κοκκίνιζε κι απαντούσε «Όχι, όχι. Είμαι απλώς ο ξάδελφός του. Εγώ είμαι μόνο ναυτικός. Δεν ξέρω από χαρτιά και από ποιήματα». Και την ίδια ώρα μπορούσε ν’ αποσυρθεί σε μια γωνιά για να γράψει πίσω από κάποιο πακέτο τσιγάρων στίχους που αργότερα, ολοκληρωμένοι σε ποίημα, θα έκαναν τόσο μοναδική τη φωνή του στη νεοελληνική ποίηση. Είναι γνωστό, άλλωστε, στους στενότερους φίλους του, πως το θαυμάσιο εκείνο ποίημά του «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» το έγραψε πάνω στο μάρμαρο ενός τραπεζιού σ’ ένα μικρό καφενείο του Πειραιά και βασανίστηκε να πείσει το έξαλλο γκαρσόνι να μην το σβήσει μέχρι που να φέρει χαρτί για να το αντιγράψει.

Ανδρέας Μοθωνιός, «Νίκος Καββαδίας», Ημερησία, 16/2/1975, σ. 10