Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

1917. Η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου. Μέρος Β'



 

Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Δημοσιογράφος/
Εκδότης Περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ

 
 
 
 
 
 
 
 
Αφορμή της συμμαχικής επέμβασης και της κατάληψης της Στερεάς Ελλάδας και της Αθήνας τον Ιούνιο του 1917 λογίζεται η κατάσχεση της σοδειάς στη Θεσσαλία ώστε να ενταθεί η πίεση στον ήδη χειμαζόμενο πληθυσμό της Παλαιάς –πιστής στον Κωνσταντίνο- Ελλάδας. Το στρατιωτικό σκέλος συνίσταται στην κατάληψη της Θεσσαλίας και της ταυτόχρονης του Ισθμού της Κορίνθου (και όχι στην Αθήνα όπου με δική τους πρωτοβουλία αποβιβάστηκαν οι Γάλλοι εξοργίζοντας το Φόρεϊν Οφις) ώστε να αποκλειστούν στην Πελοπόννησο τα «βασιλικά στρατεύματα» που είχαν αποσυρθεί εκεί μετά από τελεσίγραφο των Συμμάχων της Αντάντ, το οποίο έκανε αποδεκτό η βασιλική κυβέρνηση της Αθήνας υπό τον Σπυρίδωνα Λάμπρου.

Ο στρατηγός Σαράιγ που διοικούσε τις συμμαχικές δυνάμεις στο μακεδονικό μέτωπο και που ο ίδιος υπήρξε εμμανής υποστηρικτής της εκθρόνισης του Κωνσταντίνου επιφορτίστηκε με το καθήκον να καταλάβει με τα στρατεύματά του τη θεσσαλική πεδιάδα και τον Ισθμό με όσο το δυνατόν πιο ειρηνικό τρόπο. Ο Γάλλος γερουσιαστής Ζονάρ, υπό τον νομικά αμφισβητούμενο τίτλο του ύπατου αρμοστή, που έχει εγκατασταθεί από τις 24Μαΐου/6 Ιουνίου στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας επιδίδει τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό Ζαΐμη, που έχει πάρει από την Ανοιξη τη θέση του Σπ. Λάμπρου, με το οποίο απαιτεί την παραίτηση του Κωνσταντίνου στις 11 Ιουνίου 1917. Ο Κάρολος Ζοννάρ καλεί τον πρωθυπουργό Ζαΐμη στο καταδρομικό «Μπρουίξ» που είναι αγκυροβολημένο στον Πειραιά και λέγεται ότι απευθύνεται με σκληρή γλώσσα στον «πονηρό Καλαβρυτινό»: «Ιδιαιτέρα πατρίδα μου είναι το Αρράς», λέει ο Γάλλος γερουσιαστής στον Ζαΐμη και προσθέτει: «Οι Γερμανοί έκαψαν και κονιορτοποίησαν την ιδιαίτεραν πατρίδα μου. Δεν θα διστάσω να κάψω και να κονιορτοποιήσω τας Αθήνας. Εγώ δεν είμαι Φουρνιέ…».

Το ιταμό τελεσίγραφο που επιδίδει ο Ζοννάρ στον Ελληνα πρωθυπουργό λέει περίπου τα εξής.

«Επί του Ζουστίς, 28 Μαΐου 1917


Κύριε πρόεδρε,
Αι Προστάτιδες της Ελλάδος Δυνάμεις, απεφάσισαν να αποκαταστήσουν την ενότητα του Βασιλείου χωρίς να θίξουν τα μοναρχικάς συνταγματικάς διατάξεις, ας έχουσιν εγγυηθή εις την Ελλάδα.


Επειδή η Α.Μ. ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος παρεβίασε, προφανώς εξ ιδίας πρωτοβουλίας, το Σύνταγμα του οποίου εγγυήτριαι τυγχάνουν η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία έχω την τιμήν να δηλώσω στην Υμετέραν Εξοχότητα ότι ο Βασιλεύς απώλεσε την εμπιστοσύνην των Προστατίδων Δυνάμεων και ότι αύται θεωρούσιν ότι απηλλάγησαν των έναντι αυτού υποχρεώσεων αίτινες απορρέουσιν εκ των δικαιωμάτων της προστασίας αυτών.
Εχω επομένως ως αποστολήν, επί τω σκοπώ αποκαταστάσεως της συνταγματικής νομιμότητος να αξιώσω την παραίτησιν της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου, όστις θέλει υποδείξει μεταξύ των κληρονόμων του, εν συμφωνία με τας Προστατίδας Δυνάμεις τον Διάδοχον αυτού.


Είμαι υποχρεωμένος να ζητήσω απάντησιν εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών.


Δεχθείτε παρακαλώ κύριε Πρόεδρε την διαβεβαίωσιν της εξόχου προς Υμάς εκτιμήσεως


Ζοννάρ».

Η σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος επικυρώνει τη συμμαχική εντολή : ο Κωνσταντίνος με προσωπική απόφαση και παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των επιτελών του δέχεται το τελεσίγραφο και παραιτείται από τον ελληνικό θρόνο. Όπως αφηγείται τα συγκλονιστικά γεγονότα η επίσημη ιστορία του ΓΕΣ «Ο πρωθυπουργός Ζαΐμης, παρουσιασθείς εις τον Βασιλέα, κατέστησε εις τούτον γνωστήν την απόφασιν των Συμμάχων και το επιδοθέν υπό του Ζοννάρ τελεσίγραφον, τον συνεβούλευσε δε όπως διά το συμφέρον της πατρίδος υποταχθή εις τούτο. Εζήτησεν όμως όπως προς λήψιν οριστικής αποφάσεως κληθή το Συμβούλιο του Στέμματος. Το απόγευμα συνήλθε το Συμβούλιον τούτο, συγκριτηθέν υπό των πρώην πρωθυπουργών υπό την Προεδρίαν του Βασιλέως. Κατ’ αυτό ο Ζαΐμης εισηγήθη και πάλιν όπως λόγω της κρισιμότητος της καταστάσεως παραιτηθή ο Βασιλεύς υπέρ του πρίγκιπος Αλεξάνδρου. Οι υπόλοιποι όμως διεφώνησαν συμβουλεύσαντες τον Βασιλέα κατά το μάλλον ή ήττον εντόνως να μη υποταγή αλλά να προβάλλη αντίστασιν».

Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό όπου μεταξύ άλλων ανέφερε:
««Ύπείκων είς τήν ανάγκην καί επιτελών κα­θήκον προς τήν Ελλάδα, έχων δέ προ οφθαλ­μών, Αυτής μόνον τό συμφέρον, αναχωρώ έκ τής αγαπητής Μου Πατρίδος, μετά τού Διαδό­χου Μου αφήνων είς τον Θρόνον τον υϊόν μου Άλέξανδρον.
»Καί μακράν τής Ελλάδος ή Βασίλισσα καί Εγώ θέλομεν διατηρή τήν αυτήν πάντοτε άγάπην πρός τόν Έλληνικόν Λαόν.
»Σάς παρακαλώ όλους νά άποδεχθήτε μέ ήρεμίαν καί ψυχικήν γαλήνην τήν άπόφασίν μου, μέ πίστιν είς τόν Πανάγαθον Θεόν τού οποίου επικαλούμαι υπέρ τοΰ Έθνους τήν έξ Ύψους άντίληψιν.
»Διά νά μή ματαιώσετε όμως τήν σκληράν θυσίαν Μου αυτήν πρός τήν Πατρίδα, σάς εξ­ορκίζω όλους άν αγαπάτε τόν Θεόν, άν αγα­πάτε τήν Πατρίδα, άν αγαπάτε τέλος 'Εμέ, νά τηρήσητε απόλυτον τάξιν, ήσυχίαν καί πειθαρχίαν. Ή μικρότερα παρεκτροπή καί άν προέρ­χεται έξ αγαθού αισθήματος, είναι αρκετή σή­μερον νά έπιφέρη μεγάλην καταστροφήν.
»Τήν στιγμήν αυτήν αποτελεί παρηγορίαν, διά τήν βασίλισσαν καί 'Εμέ, ή αγάπη καί ή άφοσίωσις, τήν οποίαν Μάς έπεδείξατε πάντοτε είς ευτυχείς καί δυστυχείς ημέρας
».
Μερικές ώρες μετά ο πρίγκιπας Αλέξαν­δρος δίνει τον όρκο τού Βασιλιά στα ανάκτορα σε πολύ περιορισμένο κύκλο. Δεν παρίστανται παρά ο Κωνσταντίνος, η βασίλισσα Σοφία, οι αδελφοί του, οι θείοι του, ο πρωθυπουργός Ζαΐ­μης και μερικοί υπουργοί.
Κατόπιν εκδίδεται το διάγγελμα του νέου βασιλιά Αλέξανδρου προς τους Ελληνες. Η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου είχε επιτευχθεί, όχι αναίμακτα όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά πάντως χωρίς τις μεγάλες περιπλοκές που στοιχειώνουν το βρετανικό και το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.
Η επίδοση του τελεσιγράφου από τον Ζοννάρ τη συγκεκριμένη ημέρα υπήρξε από ψυχολογικής άποψης εντελώς αδέξια (ή σκόπιμη;). Οι Σύμμαχοι πιθανότατα δεν είχαν υπολογίσει ότι στην Ελλάδα ίσχυε το Ιουλιανό Ημερολόγιο, το Παλιό, και πως η μέρα επίδοσης του οπωσδήποτε ιταμού τελεσίγραφου ήταν για τους Ελληνες η 29η Μαΐου 1917, η αποφράδα 29η Μαΐου, η ημέρα που όλοι γνωρίζουν ότι η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών με την ανοχή της αδιάφορης Δύσης.

Ο συμβολισμός γίνεται πιο ισχυρός καθώς το βασιλικό καθεστώς έχει συνδέσει τον θρύλο του τελευταίου αυτοκράτορα της Πόλης με τον Κωνσταντίνο: κοινό όνομα Κωνσταντίνος με τον στρατηλάτη/νικητή των Βαλκανικών πολέμων βασιλιά που πολλοί τον ονομάζουν Κωνσταντίνο ΙΒ' σε συνέχεια από τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο, τον θρυλικό Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Όλα αυτά συγκροτούν τον ιδρυτικό μύθο της Ελλάδας και διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη φιλοβασιλική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας που αποτελούσε την επίσημη εξωτερική πολιτική της μικρής αλλά φιλόδοξης βαλκανικής χώρας. Ο πρεσβευτής της Βρετανίας σερ Φράνσις Ελλιοτ, κλείνει τη λεπτομερή έκθεση των γεγονότων που παρουσιάζουν τις εξελίξεις ως την παραίτηση του βασιλιά επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας να διερμηνεύσει όντως το κοινό αίσθημα: «Την Τρίτη, 29η Μαΐου 1453, ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αυτοκράτορας τής Κωνσταντινουπόλεως, έχασε τον θρόνο και τη ζωή του από τους Τούρκους. Την Τρίτη, 29η Μαΐου [π.η.] 1917, ό Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων, καθαιρέθηκε από τον θρόνο του από τους Φράγκους και τελείωσε ταπεινωμένος τη βασιλεία του, η οποία άρχισε πριν από τέσσερα μόλις χρόνια μέσα σε ατμόσφαιρα θριάμβου και με οιωνούς ευημερίας».


Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι η αναγκαστική παραίτηση του Κωνσταντίνου υπέρ του δευτερότοκου γιου του Αλέξανδρου γίνεται δεκτή με τεράστια δυσφορία από την πλειονότητα των κατοίκων της Παλαιάς Ελλάδας.

Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα είναι βαριά και η περιγραφή του Γεώργιου Λεονταρίτη στο «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918» για τις κρίσιμες εκείνες ώρες εναργής και ψύχραιμη:

«Μόλις μετά τό απόγευμα της 11ης Ιουνίου έγινε ευρύτερα γνωστή ή επίδοση τοϋ τελεσιγράφου. Νωρίς τό βράδυ παρατηρήθηκε κάποια ανησυ­χία σε περιορισμένη κλίμακα· γρήγορα συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος γύ­ρω άπό τα ανάκτορα και παρέμεινε εκεί όλη τή νύχτα, επιδιώκοντας να αποτρέψει την αποχώρηση τοϋ Κωνσταντίνου. Πάντως, σε γενικές γραμ­μές, ή κατάσταση παρέμεινε ήρεμη, και σημειώθηκαν ελάχιστες ταραχές. Οι αξιωματικοί τοϋ στρατού συμμορφώθηκαν γενικά με την παραίνεση του Κωνσταντίνου να μην επέμβουν. Λιγοστοί μόνο αξιωματικοί, μαζί μέ τούς Επιστράτους, αποπειράθηκαν νά προκαλέσουν αναταραχή —αλλά μάταια: δεν βρήκαν παρά χλιαρή απήχηση στο πλήθος. Επί δύο ήμερες, τα κατα­στήματα, οί τράπεζες και τά θέατρα παρέμειναν κλειστά στήν Αθήνα, και «η πόλη έδειχνε σαν να βουβάθηκε». Πληροφορίες ανέφεραν ότι οί καταστη­ματάρχες είχαν λάβει εντολή άπό τούς Έπιστράτους νά κλείσουν τά κατα­στήματα τους «εις ένδειξιν πένθους». Τό βράδυ της 12ης Ιουνίου, άφοϋ ό Κωνσταντίνος και ή οικογένεια του κατόρθωσαν νά εγκαταλείψουν τό ανά­κτορο και νά καταφύγουν στο θέρετρό τους στο Τατόι, τά συμμαχικά συν­τάγματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά χωρίς επεισόδια- ορισμένες μονάδες προωθήθηκαν και κατέλαβαν θέσεις στά βόρεια της πόλης».

Η επαρχία όπου βρίσκεται και η μεγάλη δύναμη των βασιλικών υπάρχουν σποραδικές εντάσεις με κυριότερη τη στάση του επιλοχία Παρασκευόπουλου, ο οποίος εξεγείρεται με τους οπαδούς του, παρά το βασιλικό διάγγελμα και που καταστέλλεται στην Τρίπολη από τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Πάγκαλο. Οι έρευνες στην Αθήνα αποφέρουν -σύμφωνα με τους βενιζελικούς- 3.000 κρυμμένα τουφέκια , πέντε πολυβόλα, πολ­λά περίστροφα και λίγες χειροβομβίδες. Συνεχίζει ο Λεονταρίτης:
«Και στην επαρ­χία ή κατάσταση διατηρήθηκε γενικά ήρεμη, εκτός από κάποιες προσπά­θειες νά υποκινηθούν ταραχές στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Οι συμμαχικές αρχές πραγματοποίησαν στην Αθήνα κατ' οίκον έρευνες, οί όποιες απέφεραν ώς τις 15 Ιουνίου περίπου 3.000 τουφέκια, πέντε πολυβόλα, πολ­λά περίστροφα και λίγες χειροβομβίδες. Συνολικά, μετά τήν αποβίβαση τών Συμμάχων στον Πειραιά δέν σημειώθηκαν παρά ελάχιστες μεμονω­μένες ταραχές και μερικές ασήμαντες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.



Σχε­δόν ταυτόχρονα με την εκθρόνιση του βασιλιά (φωτό πάνω), θέλοντας να κατευνάσει τήν κοινή γνώμη, ό Ζοννάρ διέταξε τήν άρση τοϋ αποκλεισμού, πού είχε κατα­ταλαιπωρήσει τον πληθυσμό, και υποσχέθηκε ότι σύντομα θα μοιράζονταν στους πολίτες ενα φορτίο σιτηρών και άλλα αγαθά. Έξ ονόματος τών Προ­στάτιδων Δυνάμεων εξέδωσε επίσης διακήρυξη μέ τήν οποία δεσμευόταν ότι οί Σύμμαχοι θά σέβονταν τήν εθνική κυριαρχία και τήν ενότητα της χώρας, θά αποκαθιστούσαν τό Σύνταγμα, τό όποίο είχε παραβιάσει κατάφωρα ο τέως βασιλιάς, ενώ δέν είχαν τήν πρόθεση νά υποχρεώσουν τήν Ελλάδα νά κηρύξει επιστράτευση. Μολαταύτα, δέν άργησε νά φανεί πώς γιά τούς επι­τελείς του φιλοβασιλικού στρατοπέδου δεν επρόκειτο νά τηρηθεί ή υπόσχεση τοϋ Ζοννάρ οτι οί συμμαχικές δυνάμεις δεν θα προέβαιναν σε αντίποινα».
Την 1/14 Ιουνίου 1917 ο Κωνσταντίνος μαζί με τον διάδοχο Γεώργιο αναχωρούν εξόριστοι για την Ελβετία με το πλοίο Σφακτηρία από τον Ωρωπό. Οι απλοί χωρικοί της υπαίθρου αποχαιρετούν τον βασιλιά με δάκρυα στα μάτια. Ο ultra βενιζελικός Γεώργιος Βεντήρης στο Η Ελλάς του 1910-1920 περιγράφει τη σκηνή όχι χωρίς κάποιον φθόνο για την ακράδαντη αφοσίωση των αγροτικών τάξεων στον θρόνο και στον Κωνσταντίνο πρωτευόντως:«Ο,τι εβάρυνεν επί της νέας περιόδου δεν ήσαν τα καμώματα των κοινωνικών και πολιτικών παρασίτων της αυλής. Ητο η λύπη, η αφοσίωσις, η κατάνυξις με τας οποίας προέπεμψαν ειλικρινώς τον Βασιλέα οι χωρικοί της Αττικής, οι ψαράδες του Καλάμου, οι ποιμένες, οι γυναίκες, τα παιδιά. Το φαινόμενον εμαρτύρει και πάλιν ότι ο κωνσταντινισμός προσέβαλεν, ως επιδημία, τα μεγάλα λαϊκά στρώματα της υπαίθρου Ελλάδος. Εκ τούτων θα ήρχετο αύριον ο κίνδυνος. Οι απλοϊκοί αλλά πολύτιμοι αυτοί Ελληνες ήσαν μέρος του ζωντανού πυρήνος του τόπου. Αντικατέστησαν “Του αϊτού ο γιός” και ετραγουδούσαν εις την θέσιν του την νοσταλγόν θρηνωδία “Το βασιλιά μας πήραν σε μέρη μακρυνά, μα μέσα στην καρδιά μας θα ζη παντοτινά”. Όταν αυτοί άλλαξαν γνώμην ήτο πολύ αργά: πέντε χρόνια μετά την προπομπήν του Ωρωπού η Σμύρνη εκηδεύετο εν τω μέσω των φλογών αλλ’ υπό τους ήχους του θριαμβευτικού εμβατηρίου του εν τω μεταξύ επανελθόντος βασιλέως Κωνσταντίνου».

Στην Αθήνα ο Ζοννάρ με την προτροπή των βενιζελικών δεν τηρεί την υπόσχεσή του και οι συμμαχικές δυνάμεις προβαίνουν από την πρώτη στιγμή σε διώξεις αντιφρονούντων βασιλικών.

Στον πρώτο κατάλογο περιλαμβάνονται πολλοί διαπρεπείς και επικίνδυνοι για τη νέα κατάσταση αντιβενιζελικοί, οι οποίοι αναχωρούν μετά από λίγες ημέρες από τη Σκάλα Κερατσινίου για την εκτός Ελλάδας εξορία μόνοι τους ή με τις οικογένειές τους. Μεταξύ τους ο πρώην πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης, ο Γεώργ. Πεσμαζόγλου, ο επιφανής διπλωμάτης και συγγραφέας Ιων Δραγούμης, ο πρώην δήμαρχος Αθηναίων Γεώργ. Μερκούρης, ο Σπυρ. Μερκούρης, ο Σταμ. Μερκούρης, ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης, ο συνταγματάρχης Ι. Μεταξάς, ο αντισυνταγματάρχης Τσόντος Βάρδας, ο Κ. Εσλιν, οι οπλαρχηγοί Ι. Καραβίτης, Γ. Μακρής, Ζέφυρος Δούκας, Στέργιος Μινόπουλος, ο Καραμανώλη,. ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής, Ι. Ραφτάκτος, οι Τριανταφυλλάκος και Ι. Ράμμος έφεδροι αξιωματικοί, οι Αντώνιος Δούφας και Πύρρος. Γιαννόπουλος δημοσιογράφοι, Ι. Σαγιάς αξιωματικός, Αντώνιος Λιβιεράτος Εισαγγελεύς, Ανδρέας Λιβιεράτος, φοιτητής, γιος του προηγουμένου κ.λπ.
Δεύτερος κατάλογος με εκατό ονόματα πολιτικών παραγόντων που εκτοπίζονται στα νησιά του Αιγαίου ή τίθενται υπό επιτήρηση παραδίδεται από τον ύπατο αρμοστή Ζοννάρ στον πρωθυπουργό Ζαΐμη ο οποίος κάνει δεκτές τις αξιώσεις του Γάλλου χωρίς επιφυλάξεις.

Στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι πρώην πρωθυπουργοί Στέφανος Σκουλούδης, Στέφανος Δραγούμης και Σπυρίδων Λάμπρος, πολιτικοί παράγοντες όπως οι Λ. Κανακάρης Ρούφος, Δημήτριος Καλλιμισιώτης, οι στρατηγοί Χατζόπουλος, Μπαΐρας, Κουμουνδούρος, οι ναύαρχοι Δούσμανης και Γούδας, οι συνταγματάρχες Στρατηγός και Εξαδάκτυλος καθώς και οι επιφανείς καθηγητές του Αθήνησι Παύλος Καρολίδης, Νεοκλής Καζάζης και Μιχαήλ Γερουλάνος (μαζί με τη Γερμανίδα σύζυγό του).

Δεν υπάρχουν σχόλια: