Η Λιαλιώ
[...]Ήδη είχον φθάσει εις το στόμιον του λιμένος, και ευρίσκοντο αναμέσον του κρημνώδους ακρωτηρίου, το οποίον εφαίνετο σχηματισθέν διά σεισμού ή καταποντισμού, αποτόμως διακόψαντος την χλοάζουσαν του βουνού αρμονίαν, και των δύο ή τριών νησίδων, αίτινες έφραττον νοτιανατολικώς τον λιμένα. Η σελήνη ολονέν υψούτο εις το στερέωμα,αμαυρούσα και τα τελευταία αστεράκια, τα οποία αφανή έλαμπον δειλώς εις τας γωνίας του ουρανού. Η θάλασσα εφρικία ηρέμα από την λεπτήν αύραν την εξακολουθούσαν να πνέη ως λείψανον του ανέμου, όστις την είχεν αυλακώσει από πρωίας.
Ήτο νυξ του Μαΐου θερμή, και η λεπτή αύρα επί μάλλον δροσερωτέρα καθίστατο, καθόσον πελαγιωτέρα προσέπνεεν εις το στόμιον του λιμένος. Δύο αμαυροί όγκοι, επαργυρούμενοι και στιλπνούμενοι αμυδρώς από το μελαγχολικόν φως της σελήνης,διεγράφοντο ο είς προς ανατολάς, ο άλλος προς δυσμάς, χωρίς να διακρίνωνται εις τας διαλείψεις του φωτός και της σκιάς αι λεπτομέρειαι του εδάφους. Ήσαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ. Η βαρκούλα έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων, εφ' ης εφαίνοντο εναλλάξ σκοτεινά και φωτεινά σημεία, βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης, αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας, και σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν θαλασσίων ορνέων και ήκουε το εναγώνιον πτερύγισμα αγριοπεριστέρων,πτοουμένων εις το πλατάγισμα της κώπης και την προσέγγισιν της βαρκούλας.
Πέραν βορειανατολικώς, εις μίαν κλιτύν του όρους,εφαίνοντο φώτα τρέμοντα, δεικνύοντα την θέσιν όπου την ημέραν εφαίνοντο οι λευκοί οικίσκοι υψηλού άνω της θαλάσσης χωρίου. Εις μικρόν βράχον παραπλεύρως της νησίδος, κοίλον και σπηλαιώδη, το κύμα προσπίπτον μετά βοής και ρόχθου πολλού, επλατάγιζε, κ' εφαίνετο εκεί θορυβούσα, εν τη γενική αρμονία της σεληνοφεγγούς θαλάσσης, χωριστή ορχήστρα, ήτις καθ' εαυτήν έκαμνε πλειότερον κρότον ή όσος εγίνετο εις όλας τας αγκάλας, τους όρμους και τας αμμουδιάς, εις όλας τας ακτάς και τους σκοπέλους όσους έπληττον τα κύματα. Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής,και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα.Ησθάνετο γοητείαν άρρητον.
Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν.
— Κάνουμε πανιά; επανέλαβεν η νεαρά γυνή.
Φαίνεται, δεν είχε παύσει να το σκέπτεται, αφότου πρώτην φοράν το είπε, και το έλεγε με τόσον αφελή και φυσικόν τρόπον, ως να ηρμήνευε τι εφρόνουν και οι δύο.
— Κάνουμε, απήντησεν ασυνειδήτως ο Μαθιός.
Και επειδή δεν είξευρε τι έλεγε, την φοράν ταύτην ουδ' ηρώτησε με τι.
Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν,πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν.
— Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου