Παραμύθι δίχως όνομα
Γράφει η Ευθυμία Δάρα
Μαιευτήρας-Γυναικολόγος
Πέμπτη 16.6.2011
Mία φορά κι έναν καιρό, ένας ανέμελος νέος, υιός και εγγονός πρωθυπουργών, ζούσε σε όμορφα ευωδιαστά campus δοξασμένων ξένων πανεπιστημίων και έκανε ατέλειωτα ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Στον ελεύθερο χρόνο του ,διάβαζε αισιόδοξα δοκίμια πετυχημένων και αναγνωρισμένων αναλυτών και σκεπτόταν ''πόσο όμορφη είναι η ζωή και τι κρίμα που κάποιοι είναι λιγότερο τυχεροί από μένα''. Αυτό ήταν και το κίνητρο του όταν τον φώναξε κάποια στιγμή ο μπαμπάς αφού μίλησε πρώτα με τη μαμά και του ανακοίνωσε ότι ''καιρός ήταν ν’ αρχίσει να δουλεύει''.
Έτσι ξεκίνησε τη δουλειά. Δούλεψε πολύ. Και πέρναγε ο καιρός. Γυρνούσε όλο τον κόσμο, του χαμογελούσαν όλοι και σιγά - σιγά άρχισε να γνωρίζει ''σημαντικούς ανθρώπους''. Ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν να αλλάξει τη μικρή φτωχή χώρα του και να μοιάζει με το παραδεισένιο campus των φοιτητικών του χρόνων. Κάθε μέρα που γύρναγε στο σπίτι ο νέος , έβλεπε τη μάνα του όλο και περισσότερο προβληματισμένη και τον ένα απ’ τους δυο αδελφούς του να τρέχει γρήγορα στο γραφείο του για να ''εργαστεί''. Είχε πάντα την αίσθηση ότι κάτι διέκοπτε , κάτι του έκρυβαν. Αλλά ευγενικός κι ανέμελος όπως ήταν προτιμούσε
να πάρει το ποδήλατο του να ξεδώσει περνώντας από το γυμναστήριο και βλέποντας τη φίλη του την Τίνα να συζητήσουν ώρες πολλές για τόσα όμορφα πράγματα. Κάποια μέρα, η δουλειά του άλλαξε. Έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός!
να πάρει το ποδήλατο του να ξεδώσει περνώντας από το γυμναστήριο και βλέποντας τη φίλη του την Τίνα να συζητήσουν ώρες πολλές για τόσα όμορφα πράγματα. Κάποια μέρα, η δουλειά του άλλαξε. Έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός!
Πάλεψε τόσο γι αυτό. Τόσο, που σε κάποιο χαρτί που του έδωσαν να διαβάσει, τότε που έπρεπε να γυρνά από συγκέντρωση σε συγκέντρωση, κανάλι σε κανάλι -δεν προλάβαινε και το γυμναστήριο- σε μια έκλαμψη της στιγμής είπε να το αλλάξει λίγο το κείμενο και αναφώνησε περιχαρής ''Λεφτά υπάρχουν''. Είχε βρει κάτι τόσο μικρό αλλά τόσο πρωτότυπα ελπιδοφόρο. Και έτσι οι καλοί υπήκοοι τον έκαναν βασιλιά. Τον πρώτο καιρό της βασιλείας ήταν όλα πολύ όμορφα. Έπιναν όλοι μαζί καφέ ,σχεδίαζαν πόσο κακό πράγμα είναι το τσιγάρο και πως θα βοηθήσουν τον αμόρφωτο κόσμο να απαλλαγεί από τη βλαβερή συνήθεια και τα βράδια ο φίλος του ο Γερουλάνος του διηγούταν ιστορίας από το παλάτι της Αγγλίας που πήγαινε η μάνα του και ήξερε πολλά. Όμορφες στιγμές.
Κάποια μέρα, τον φώναξε η μητέρα του στο σαλόνι να συζητήσουν. Ήταν και ο αδελφός του εκεί. Ήταν και οι δυο σοβαροί. Μίλησαν ώρα πολλή. Του εξήγησαν πολλά. Άνοιγε τα ματάκια του, τίποτα δεν είχε καταλάβει. Στο τέλος ανακουφίστηκε. Αχ τί θα ‘κανε χωρίς τον αδελφό του;
Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν. Ταξίδια, κουβέντες δύσκολες, ένας τύπος ο Γιωργής χαμογελώντας του ‘λεγε περίεργα πράγματα κάτι για ''οριζόντιες περικοπές'' και μετά μιλούσε πάλι στο bluetooth - φοβόταν κι αυτός όπως όλοι στην παρέα τον καρκίνο- κι άρχισε ο μεσήλικας ανέμελος νέος να αγχώνεται. Κάτι ο κόσμος που φώναζε μαζεμένος στις πλατείες, κάτι η κινητικότητα στο σπίτι, στο γραφείο, κάτι οι φίλοι του που άρχισαν να φωνάζουν κι αυτοί, δεν άντεξε.
Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν. Ταξίδια, κουβέντες δύσκολες, ένας τύπος ο Γιωργής χαμογελώντας του ‘λεγε περίεργα πράγματα κάτι για ''οριζόντιες περικοπές'' και μετά μιλούσε πάλι στο bluetooth - φοβόταν κι αυτός όπως όλοι στην παρέα τον καρκίνο- κι άρχισε ο μεσήλικας ανέμελος νέος να αγχώνεται. Κάτι ο κόσμος που φώναζε μαζεμένος στις πλατείες, κάτι η κινητικότητα στο σπίτι, στο γραφείο, κάτι οι φίλοι του που άρχισαν να φωνάζουν κι αυτοί, δεν άντεξε.
Ουφ, να πάρω τον Αντώνη, είπε. Και δεν το πε σε κανέναν.
Τι ήταν να το κάνει; Ποιος είδε τη μαμά και τον αδελφό και δεν τους φοβήθηκε. Τι τηλέφωνα, τι φασαρία κάτι λέγανε για λογαριασμούς, δεν καταλάβαινε. Άλλωστε πάντα τα οικονομικά της οικογένειας τα διαχειριζόταν ο αδελφός του. Τόσο χρόνο είχε άλλωστε. Ποτέ δεν είχε δουλέψει, όπως αυτός. Αλλά πάλι, η μαμά τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Και ο αδελφός του έσκυψε και του ψιθύρισε στ’ αυτί, όπως τότε που ήταν παιδιά. ''όσο εγώ κι η μαμά θα μαζεύουμε τα πράγματα, εσύ θα κάνεις έναν ανασχηματισμό, θα σου πω εγώ τι θα κάνεις, μην ανησυχείς. Έτσι θα ταχτοποιήσουμε τα πάντα με την ησυχία μας και όταν θα έρθει η ώρα, θα φύγουμε ήρεμα ''. Όχι σαν τον Στρος Καν που ξέχασε και το κινητό..
Τι ήταν να το κάνει; Ποιος είδε τη μαμά και τον αδελφό και δεν τους φοβήθηκε. Τι τηλέφωνα, τι φασαρία κάτι λέγανε για λογαριασμούς, δεν καταλάβαινε. Άλλωστε πάντα τα οικονομικά της οικογένειας τα διαχειριζόταν ο αδελφός του. Τόσο χρόνο είχε άλλωστε. Ποτέ δεν είχε δουλέψει, όπως αυτός. Αλλά πάλι, η μαμά τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Και ο αδελφός του έσκυψε και του ψιθύρισε στ’ αυτί, όπως τότε που ήταν παιδιά. ''όσο εγώ κι η μαμά θα μαζεύουμε τα πράγματα, εσύ θα κάνεις έναν ανασχηματισμό, θα σου πω εγώ τι θα κάνεις, μην ανησυχείς. Έτσι θα ταχτοποιήσουμε τα πάντα με την ησυχία μας και όταν θα έρθει η ώρα, θα φύγουμε ήρεμα ''. Όχι σαν τον Στρος Καν που ξέχασε και το κινητό..
2 σχόλια:
Ας πούμε και ένα αληθινό παραμύθι....
Μαργαρίτα Παπανδρέου: H ΑΣΤΡΑΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΑΚΙΑ ΤΗΣ + τον Jeffrey τον ΧΑΖΟΥΛΗ
H ΑΣΤΡΑΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΛΦΑΚΙΑ ΤΗΣ
Eκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Παραμύθι
της Μαργαρίτας Παπανδρέου
Η μαμά-γάτα μέσα στα άδεια κονσερβοκούτια είχε φυτέψει λουλούδια , φτέρες , το χέρι μιας σπασμένης κούκλας, μια παλιά οδοντόβουρτσα και μια φανταχτερή φουρκέτα. Είχε πάρει επίσης ένα κουρδιστό ποντικάκι το πιο ωραίο πραγματάκι που ' χε ποτέ βρει ο μπαμπάς-γάτος.
Και τώρα τέσσερα μικρά γατάκια ήρθαν να συμπληρώσουν την ευτυχία τους - τρία αγόρια και ένα κοριτσάκι Κανείς τους όμως δε φανταζόταν τις περιπέτειες που περίμεναν την οικογένεια από δω και πέρα .
Αυτό που τους απασχολούσε τώρα ήταν τι ονόματα θα έδιναν στα τέσσερα μικρά γατάκια.
Το μικρότερο ήταν λίγο ντροπαλό και μαζεμένο (ΣΣ. ο μικρότερος γιος είναι ο Andrew). Τον πιο πολύ καιρό του τού άρεσε να τον περνάει κοντά στα λουλούδια ή στο περβάζι του παραθύρου και να κοιτάζει μακριά. Όταν άρχισε να μιλάει , μιλούσε με στιχάκια: « Α υ τ ό είναι ένα παλιό παπουτσάκι που μου κάνει για βαρκάκι " ή « Σ' αγαπώ πολύ καλή μου μαμά-γάτα κι όταν γίνω πλούσιος θα σου αγοράσω μια τσάντα ". Και φυσικά το ονόμασαν Ποιητή .
Το δεύτερο γατάκι ήταν μαστροχαλαστής (Ο μεσαίος είναι ο Νικ). Του άρεσε να διαλύει τα πράγματα ρολόγια, ραδιόφωνα, να βγάζει τα πόδια απ ' τις καρέκλες, να ανοίγει τα στυλό , τις ξυριστικές μηχανές μετά να τα ξαναφτιάχνει. Κι έτσι το ονόμασαν Μηχανικό.
Το τρίτο γατάκι δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο , παρά μόνο να κάνει πάντα λάθη (ΣΣ. Το τρίτο γατάκι είναι ο Jefrey) . Όταν κουνούσε την ουρά του , τα κατάφερνε έτσι ώστε να χτυπάει κάποιο γυάλινο βάζο και να το σκορπίζει στο πάτωμα. Όταν πήγαινε να καθίσει στο τραπέζι για να φάει , θα έβαζε κατά λάθος τον αγκώνα του μέσα στη σούπα . Κι άμα προσπαθούσε να διαβάσει , αντί να κρατάει το βιβλίο κανονικά το κρατούσε ανάποδα. Ήταν βέβαια χαριτωμένο με όλες αυτές τις αδεξιότητές του , αλλά ήταν φυσικό να το ονομάσουν Χαζούλη...
Στη συνέχεια περιγράφεται και η κόρη που την φωνάζουν ΑΣΤΡΑΠΗ γιατί είναι πανέξυπνη... γι αυτό έχει αποστασιοποιηθεί και ζει μόνιμα στον Καναδά...
Κάντε κλικ εδώ για να δείτε και την έκδοση του βιβλίου : http://www.kedros.gr/product_info.php?cPath=773_774&products_id=730
μ.φ.χ 11:52
Αγαπητέ μ.φ.χ. προκύπτεις ιδιαιτέρως αντιληπτικός. Κωνσταντίνος Ι. Πλιακοστάμος
Δημοσίευση σχολίου