Πώς φτάσαμε εδώ
Στη δραματική ερώτηση των ημερών μια εξαιρετικά εύστοχη και επίκαιρη απάντηση έρχεται από το παρελθόν. Γραμμένο πριν από 20 χρόνια, το δοκίμιο του Παναγιώτη Κονδύλη συμβάλλει στο δημόσιο διάλογο για την κατανόηση των αιτιών της εθνικής κρίσης που βιώνουμε.
H Α.V. αναδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
[...] Οι λαϊκισμοί
Στις συνθήκες της διαμορφούμενης εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας δεν αρκούσε πια ο διορισμός των «ημετέρων», των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια. Εκτός από το διορισμό, εκτός από τη δανειοδότηση, εκτός από τη μεσολάβηση, το πελατειακό παιγνίδι έπρεπε τώρα να παιχθεί σε επίπεδο όχι μόνο «κλάδων», αλλά και «μαζών», στο επίπεδο ψευδοϊδεολογικής δημαγωγίας με την αρωγή των νεοφανών μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ο λαϊκισμός, ο οποίος ενδημεί σε κάθε σύγχρονη μαζική δημοκρατία, συγχωνεύθηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά και ψυχολογικά γνωρίσματα του επιχώριου πελατειακού συστήματος, και έτσι προέκυψε μια κατάσταση, στην οποία η δημαγωγία ήταν αναπόδραστη γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι, αν την πάρουν στην ονομαστική της αξία, θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση.
Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο απ’ τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όπως είδαμε, ήταν εξαρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη – κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου. Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της.
Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος τους παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων. Όσο άτεγκτη όμως κι αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες.
Πλατιές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους «λάδωσαν το άντερό τους» και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα να τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεών τους κόμματα, των οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους. Ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτή παρουσιάζεται η θέση της «αριστεράς», η οποία, όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα «λαϊκά» αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται «λαός» - υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο «λαός» να ζητά την εκποίηση αυτή.
Υπάρχει ωστόσο κι ένας ακόμη λόγος, για τον οποίο μια τόσο απλή αλήθεια θάβεται πεισματικά κάτω από μύριες όσες εκλογικευτικές επινοήσεις. Ένας λαός, ο οποίος κάτω από την πολύχρονη και βαθιά επιρροή των ελληνοκεντρικών αερολογιών έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γης, αρνείται να βάλει με το νου του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώσει περισσότερο. Έτσι δημιουργήθηκε μια ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια.[...]
*Το βιβλίο «Οι Αιτίες της Παρακμής της Σύγχρονης Ελλάδας - Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία» κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδ. Θεμέλιο.
Πηγή: www.athensvoice.gr
H Α.V. αναδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
[...] Οι λαϊκισμοί
Στις συνθήκες της διαμορφούμενης εγχώριας (εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας δεν αρκούσε πια ο διορισμός των «ημετέρων», των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια. Εκτός από το διορισμό, εκτός από τη δανειοδότηση, εκτός από τη μεσολάβηση, το πελατειακό παιγνίδι έπρεπε τώρα να παιχθεί σε επίπεδο όχι μόνο «κλάδων», αλλά και «μαζών», στο επίπεδο ψευδοϊδεολογικής δημαγωγίας με την αρωγή των νεοφανών μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ο λαϊκισμός, ο οποίος ενδημεί σε κάθε σύγχρονη μαζική δημοκρατία, συγχωνεύθηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά και ψυχολογικά γνωρίσματα του επιχώριου πελατειακού συστήματος, και έτσι προέκυψε μια κατάσταση, στην οποία η δημαγωγία ήταν αναπόδραστη γιατί την επιθυμούσαν ακριβώς εκείνοι προς τους οποίους απευθυνόταν, πιστεύοντας ότι, αν την πάρουν στην ονομαστική της αξία, θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως γραμμάτιο προς εξόφληση.
Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο απ’ τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όπως είδαμε, ήταν εξαρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη – κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου. Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της.
Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος τους παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων. Όσο άτεγκτη όμως κι αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες.
Πλατιές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους «λάδωσαν το άντερό τους» και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα να τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεών τους κόμματα, των οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους. Ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτή παρουσιάζεται η θέση της «αριστεράς», η οποία, όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα «λαϊκά» αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται «λαός» - υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου να προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο «λαός» να ζητά την εκποίηση αυτή.
Υπάρχει ωστόσο κι ένας ακόμη λόγος, για τον οποίο μια τόσο απλή αλήθεια θάβεται πεισματικά κάτω από μύριες όσες εκλογικευτικές επινοήσεις. Ένας λαός, ο οποίος κάτω από την πολύχρονη και βαθιά επιρροή των ελληνοκεντρικών αερολογιών έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γης, αρνείται να βάλει με το νου του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώσει περισσότερο. Έτσι δημιουργήθηκε μια ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια.[...]
*Το βιβλίο «Οι Αιτίες της Παρακμής της Σύγχρονης Ελλάδας - Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία» κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδ. Θεμέλιο.
Πηγή: www.athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου