Τσόμσκι vs Ζίζεκ: ο πόλεμος των αριστερών διανοουμένων
Ο γνωστός ακτιβιστής και καθηγητής του MIT τα βάζει με τον «Ελβις Πρίσλεϊ της πολιτισμικής θεωρίας»
Προσφάτως οι δύο στοχαστές εζήλωσαν τη δόξα των κοκόρων και αναλώθηκαν σε μια ψηφιακή σύγκρουση που δεν αφορούσε καθόλου την Αριστερά ή τα προβλήματά της αλλά κλιμακώθηκε αποκλειστικώς επί του προσωπικού. O χρόνος είναι σχετικός και με το Διαδίκτυο γίνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη σχετικότερος. Ολα ξεκίνησαν τον περασμένο Ιούνιο, όταν εμφανίστηκε στο YouTube το απόσπασμα μιας συνέντευξης που είχε δώσει ο 85χρονος Νόαμ Τσόμσκι στο «Veterans Unplugged» τον Δεκέμβριο του 2012. Του ζήτησαν να σχολιάσει, μεταξύ άλλων, το έργο των Ζακ Ντεριντά, Ζακ Λακάν και του 64χρονου επιγόνου τους Σλαβόι Ζίζεκ. Ο Τσόμσκι, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ θαυμαστής του γαλλικού δομισμού και μεταδομισμού - ακόμη κι όταν αυτές οι θεωρίες ήταν κάποτε της μόδας (και) στις ΗΠΑ, είναι άλλωστε πασίγνωστη η δημόσια αντιπαράθεσή του με τονΜισέλ Φουκό -, απασφάλισε. «Δεν με ενδιαφέρει η πόζα - να χρησιμοποιώ φαντεζί πολυσύλλαβους όρους και να καμώνομαι ότι έχω μια θεωρία όταν δεν έχω». Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό θεωρητικό σχήμα σε όλα αυτά τα πράγματα, είπε ο Τσόμσκι, προτάσσοντας τις «εμπειρικά ελέγξιμες» υποθέσεις των «σκληρών επιστημών» και μια θεωρία τόσο λογικά επεξεργασμένη ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει χωρίς πρόβλημα ακόμη και ένα δωδεκάχρονο παιδί μέσα σε πέντε λεπτά. «Ενα ακραίο παράδειγμα είναι ο Σλαβόι Ζίζεκ» συνέχισε ο ίδιος, καθώς «δεν καταλαβαίνω τίποτε από αυτά που λέει».
Η απάντηση του ομότιμου καθηγητή στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), που έχει καταθέσει τα επιστημονικά του διαπιστευτήρια με τη «Λογική δομή της γλωσσολογικής θεωρίας» (1955), πέρασε απαρατήρητη στην αρχή, ώσπου να αναπαραχθεί μαζικά από διάφορα ιστολόγια ανάλογου ενδιαφέροντος και να προκαλέσει μίνι αριστερούς εμφυλίους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάπως έτσι, και με καθυστέρηση, έφθασαν τα μαντάτα και στον ενδιαφερόμενο. Τον περασμένο Ιούλιο εμφανίστηκε (και πάλι στο YouTube) η απάντηση του Σλαβόι Ζίζεκ που δόθηκε στο πλαίσιο μιας ανοιχτής συζήτησης στο περίφημο κολέγιο Μπίρμπεκ του Λονδίνου. Ο τελευταίος, αφού πρώτα εξέφρασε τον «βαθύ σεβασμό» του στον Τσόμσκι, άσκησε κριτική στην «εμπειρική μέθοδο» της πολιτικής του ανάλυσης, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να πει ότι «δεν γνωρίζω κανέναν που να έχει πέσει εμπειρικά περισσότερο έξω από αυτόν».
Αν κάποιος σχολίαζε τα τεκταινόμενα στο Twitter επί παραδείγματι, θα μπορούσε να πει ότι ο «περφόρμερ» Ζίζεκ - που παίζει τη μαζική κουλτούρα στα δάχτυλα - «τρόλαρε» κανονικότατα τον Τσόμσκι επικαλούμενος ένα άρθρο του από το μακρινό 1977 στο «Nation», την αριστερή ναυαρχίδα του αμερικανού περιοδικού τύπου. Ο Ζίζεκ άρχισε να σχολιάζει κάποιες διφορούμενες παρατηρήσεις του Τσόμσκι σε ένα κείμενο που είχε συνυπογράψει με τον οικονομολόγο Εντουαρντ Χέρμαν σχετικά με τις (εν εξελίξει τότε) φοβερές σφαγές του κομμουνιστή Πολ Ποτ στην Καμπότζη. Οι συγγραφείς έκαναν (τότε) λόγο για «φερόμενες» ωμότητες των Ερυθρών Χμερ και υποστήριζαν ότι τα θύματά τους δεν ξεπερνούσαν τις μερικές χιλιάδες όταν, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ανέρχονταν σε περίπου 1,7 εκατομμύρια. Ο Τσόμσκι επανήλθε στα τέλη Ιουλίου αναρτώντας στον ιστότοπο «Znet» ένα κείμενο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Fantasies» στο οποίο και απαντά ότι ο Ζίζεκ απλώς αναπαράγει την προπαγάνδα της (τότε) αμερικανικής κυβέρνησης, χρεώνοντάς του παραλλήλως ότι επικεντρώνεται στα «άξια θύματα» των ΗΠΑ και στα «ανάξια θύματα» των συμμάχων τους (π.χ. Ανατολικό Τιμόρ).
Η μεγαλύτερη μομφή ωστόσο από την πλευρά του Σλοβένου προς τον Αμερικανό είναι ότι ο δεύτερος δεν πολυσκαμπάζει ή είναι κάπως απόμακρος από τους προβληματισμούς που εγείρει «Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας», για να θυμηθούμε και ένα πολυσυζητημένο βιβλίο του. Επομένως πού καταλήγουμε; Πουθενά, γιατί ακριβώς όλα αυτά είναι ξεπερασμένα, «εκτός εποχής» όπως έγραψε ο Τζόσουα Κλόβερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, επίσης στο περιοδικό «Nation» πριν από λίγες ημέρες. Στο ίδιο μήκος κύματος - χωρίς όμως να απλουστεύει τις θέσεις των δύο διανοητών, όπως έκαναν αρκετοί - ο Γκρεγκ Μπάρις επιχείρησε στον ιστότοπο «New Left Project» να κατευνάσει τα πνεύματα στο όνομα μιας πελαγωμένης σήμερα Αριστεράς. «Οι δύο αντίπαλοι φαίνεται ότι μιλούν χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν ο ένας τον άλλο, αρθρώνοντας ο ένας τα επιχειρήματά του σε μια γλώσσα που ο άλλος δεν ενδιαφέρεται να καταλάβει»έγραψε ο ίδιος, υπενθυμίζοντας και το χάος που μεσολαβεί ανάμεσα στην «αναλυτική φιλοσοφία» της αγγλοσαξονικής παράδοσης και την «ηπειρωτική φιλοσοφία» της γαλλογερμανικής παράδοσης. Υπογράμμισε δε ότι μια τέτοια διαμάχη «μπορεί να μας αποσπάσει από τις αποτρόπαιες πραγματικότητες του σύγχρονου κόσμου» και γι' αυτό «θα ήταν καλύτερο απλώς να την ξεχάσουμε».
Ο Αμερικανός Νόαμ Τσόμσκι από τη μία - ο ηπίως αναρχικός γλωσσολόγος αλλά και μαχητικός ακτιβιστής κατά του ιμπεριαλισμού - και ο Σλοβένος Σλαβόι Ζίζεκ από την άλλη - ο πληθωρικός κομμουνιστής ψυχαναλυτής που έχει χαρακτηριστεί από φιλοσοφικός «γίγαντας της Λιουμπλιάνας» ως «Ελβις Πρίσλεϊ της πολιτισμικής θεωρίας»- είναι αναμφιβόλως τα πλέον αναγνωρίσιμα «εικονίσματα» της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Οι παρεμβάσεις τους είναι τακτικότατες και συζητούνται ευρέως. Οι απόψεις τους «δίνουν γραμμή», καταπώς λέμε, σε πολιτικά κόμματα, φορείς και ετερόκλητες συλλογικότητες ανά τον κόσμο - η Ελλάδα βεβαίως δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, έχει εναγκαλιστεί δημοσίως με τις μεταμαρξιστικές αναλύσεις του.
Προσφάτως οι δύο στοχαστές εζήλωσαν τη δόξα των κοκόρων και αναλώθηκαν σε μια ψηφιακή σύγκρουση που δεν αφορούσε καθόλου την Αριστερά ή τα προβλήματά της αλλά κλιμακώθηκε αποκλειστικώς επί του προσωπικού. O χρόνος είναι σχετικός και με το Διαδίκτυο γίνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη σχετικότερος. Ολα ξεκίνησαν τον περασμένο Ιούνιο, όταν εμφανίστηκε στο YouTube το απόσπασμα μιας συνέντευξης που είχε δώσει ο 85χρονος Νόαμ Τσόμσκι στο «Veterans Unplugged» τον Δεκέμβριο του 2012. Του ζήτησαν να σχολιάσει, μεταξύ άλλων, το έργο των Ζακ Ντεριντά, Ζακ Λακάν και του 64χρονου επιγόνου τους Σλαβόι Ζίζεκ. Ο Τσόμσκι, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ θαυμαστής του γαλλικού δομισμού και μεταδομισμού - ακόμη κι όταν αυτές οι θεωρίες ήταν κάποτε της μόδας (και) στις ΗΠΑ, είναι άλλωστε πασίγνωστη η δημόσια αντιπαράθεσή του με τονΜισέλ Φουκό -, απασφάλισε. «Δεν με ενδιαφέρει η πόζα - να χρησιμοποιώ φαντεζί πολυσύλλαβους όρους και να καμώνομαι ότι έχω μια θεωρία όταν δεν έχω». Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό θεωρητικό σχήμα σε όλα αυτά τα πράγματα, είπε ο Τσόμσκι, προτάσσοντας τις «εμπειρικά ελέγξιμες» υποθέσεις των «σκληρών επιστημών» και μια θεωρία τόσο λογικά επεξεργασμένη ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει χωρίς πρόβλημα ακόμη και ένα δωδεκάχρονο παιδί μέσα σε πέντε λεπτά. «Ενα ακραίο παράδειγμα είναι ο Σλαβόι Ζίζεκ» συνέχισε ο ίδιος, καθώς «δεν καταλαβαίνω τίποτε από αυτά που λέει».
Η απάντηση του ομότιμου καθηγητή στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), που έχει καταθέσει τα επιστημονικά του διαπιστευτήρια με τη «Λογική δομή της γλωσσολογικής θεωρίας» (1955), πέρασε απαρατήρητη στην αρχή, ώσπου να αναπαραχθεί μαζικά από διάφορα ιστολόγια ανάλογου ενδιαφέροντος και να προκαλέσει μίνι αριστερούς εμφυλίους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάπως έτσι, και με καθυστέρηση, έφθασαν τα μαντάτα και στον ενδιαφερόμενο. Τον περασμένο Ιούλιο εμφανίστηκε (και πάλι στο YouTube) η απάντηση του Σλαβόι Ζίζεκ που δόθηκε στο πλαίσιο μιας ανοιχτής συζήτησης στο περίφημο κολέγιο Μπίρμπεκ του Λονδίνου. Ο τελευταίος, αφού πρώτα εξέφρασε τον «βαθύ σεβασμό» του στον Τσόμσκι, άσκησε κριτική στην «εμπειρική μέθοδο» της πολιτικής του ανάλυσης, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να πει ότι «δεν γνωρίζω κανέναν που να έχει πέσει εμπειρικά περισσότερο έξω από αυτόν».
Αν κάποιος σχολίαζε τα τεκταινόμενα στο Twitter επί παραδείγματι, θα μπορούσε να πει ότι ο «περφόρμερ» Ζίζεκ - που παίζει τη μαζική κουλτούρα στα δάχτυλα - «τρόλαρε» κανονικότατα τον Τσόμσκι επικαλούμενος ένα άρθρο του από το μακρινό 1977 στο «Nation», την αριστερή ναυαρχίδα του αμερικανού περιοδικού τύπου. Ο Ζίζεκ άρχισε να σχολιάζει κάποιες διφορούμενες παρατηρήσεις του Τσόμσκι σε ένα κείμενο που είχε συνυπογράψει με τον οικονομολόγο Εντουαρντ Χέρμαν σχετικά με τις (εν εξελίξει τότε) φοβερές σφαγές του κομμουνιστή Πολ Ποτ στην Καμπότζη. Οι συγγραφείς έκαναν (τότε) λόγο για «φερόμενες» ωμότητες των Ερυθρών Χμερ και υποστήριζαν ότι τα θύματά τους δεν ξεπερνούσαν τις μερικές χιλιάδες όταν, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ανέρχονταν σε περίπου 1,7 εκατομμύρια. Ο Τσόμσκι επανήλθε στα τέλη Ιουλίου αναρτώντας στον ιστότοπο «Znet» ένα κείμενο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Fantasies» στο οποίο και απαντά ότι ο Ζίζεκ απλώς αναπαράγει την προπαγάνδα της (τότε) αμερικανικής κυβέρνησης, χρεώνοντάς του παραλλήλως ότι επικεντρώνεται στα «άξια θύματα» των ΗΠΑ και στα «ανάξια θύματα» των συμμάχων τους (π.χ. Ανατολικό Τιμόρ).
Η μεγαλύτερη μομφή ωστόσο από την πλευρά του Σλοβένου προς τον Αμερικανό είναι ότι ο δεύτερος δεν πολυσκαμπάζει ή είναι κάπως απόμακρος από τους προβληματισμούς που εγείρει «Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας», για να θυμηθούμε και ένα πολυσυζητημένο βιβλίο του. Επομένως πού καταλήγουμε; Πουθενά, γιατί ακριβώς όλα αυτά είναι ξεπερασμένα, «εκτός εποχής» όπως έγραψε ο Τζόσουα Κλόβερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, επίσης στο περιοδικό «Nation» πριν από λίγες ημέρες. Στο ίδιο μήκος κύματος - χωρίς όμως να απλουστεύει τις θέσεις των δύο διανοητών, όπως έκαναν αρκετοί - ο Γκρεγκ Μπάρις επιχείρησε στον ιστότοπο «New Left Project» να κατευνάσει τα πνεύματα στο όνομα μιας πελαγωμένης σήμερα Αριστεράς. «Οι δύο αντίπαλοι φαίνεται ότι μιλούν χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν ο ένας τον άλλο, αρθρώνοντας ο ένας τα επιχειρήματά του σε μια γλώσσα που ο άλλος δεν ενδιαφέρεται να καταλάβει»έγραψε ο ίδιος, υπενθυμίζοντας και το χάος που μεσολαβεί ανάμεσα στην «αναλυτική φιλοσοφία» της αγγλοσαξονικής παράδοσης και την «ηπειρωτική φιλοσοφία» της γαλλογερμανικής παράδοσης. Υπογράμμισε δε ότι μια τέτοια διαμάχη «μπορεί να μας αποσπάσει από τις αποτρόπαιες πραγματικότητες του σύγχρονου κόσμου» και γι' αυτό «θα ήταν καλύτερο απλώς να την ξεχάσουμε».
Το «σχόλιο» για τον Ομπάμα
Εν τέλει, έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη αψιμαχία δύο σκεπτόμενων «Εγώ» που είχε πάντως το ενδιαφέρον της. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως είναι και μια ιστορία από το 2009, έτος κατά το οποίο οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν είχαν προλάβει ακόμη να ψυχρανθούν. Την αφηγείται ο Σαμ Παρκ του «Harper's Magazine». Τι συνέβη τότε; Οι ΗΠΑ ετοιμάζονταν να εκλέξουν νέο πρόεδρο και ο Νόαμ Τσόμσκι κάλεσε με μια συνέντευξή του τις δυνάμεις της αμερικανικής Αριστεράς να ψηφίσουν τον Μπαράκ Ομπάμα «χωρίς αυταπάτες». Ο Σλαβόι Ζίζεκ, μετά τη νίκη του τελευταίου, δημοσίευσε ένα κείμενο - μια μεγαλύτερη εκδοχή του οποίου διάβασε μεταφρασμένη ο αρχισυντάκτης του αμερικανικού περιοδικού - στο οποίο όχι μόνο συμφωνούσε με τις εκτιμήσεις του Τσόμσκι αλλά προσέθετε ότι δεν πρέπει να παραβλεφθεί η «συμβολική αξία» της νίκης. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι του απέδωσε μια δήλωση στην οποία ο άλλος δεν είχε προβεί ποτέ, ότι δηλαδή ο Ομπάμα «είναι ένας λευκός άντρας που μαύρισε έπειτα από μερικές ώρες έκθεσης στον ήλιο». Την ανισόρροπη δήλωση στην πραγματικότητα την είχε κάνει ο πρώην ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η διαστρέβλωση οφειλόταν, όπως αποδείχθηκε, στην ελαφρότητα ενός εντύπου της Σλοβενίας. Ο Ζίζεκ όχι μόνο δεν την αμφισβήτησε αλλά διείδε σε αυτήν - επειδή ακριβώς το «είπε» ο Τσόμσκι - όχι ένα κυνικό κρυφορατσιστικό σχόλιο με χιούμορ παιδικού σταθμού αλλά μια εμπνευσμένη παρατήρηση που αφορούσε τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο την οποία «θα μπορούσε να έχει κάνει» ο Τσόμσκι, θα ήταν δηλαδή θεμιτό από μέρους του, από μια τελείως διαφορετική όμως αφετηρία. Εκεί που ο Μπερλουσκόνι διέκρινε μια «εκκεντρικότητα» στο χρώμα του δέρματος του Ομπάμα, ο Τσόμσκι θα έβλεπε, προσπάθησε να απολογηθεί ύστερα ο Ζίζεκ, ένα γεγονός με ευρύτερες ιστορικές, ταξικές και πολιτικές συνδηλώσεις, χρήσιμο «για τους κρίσιμους αγώνες μας». Τότε ήταν μαζί, σήμερα είναι, μέχρι νεωτέρας, μάλλον χώρια.
Εν τέλει, έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη αψιμαχία δύο σκεπτόμενων «Εγώ» που είχε πάντως το ενδιαφέρον της. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως είναι και μια ιστορία από το 2009, έτος κατά το οποίο οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν είχαν προλάβει ακόμη να ψυχρανθούν. Την αφηγείται ο Σαμ Παρκ του «Harper's Magazine». Τι συνέβη τότε; Οι ΗΠΑ ετοιμάζονταν να εκλέξουν νέο πρόεδρο και ο Νόαμ Τσόμσκι κάλεσε με μια συνέντευξή του τις δυνάμεις της αμερικανικής Αριστεράς να ψηφίσουν τον Μπαράκ Ομπάμα «χωρίς αυταπάτες». Ο Σλαβόι Ζίζεκ, μετά τη νίκη του τελευταίου, δημοσίευσε ένα κείμενο - μια μεγαλύτερη εκδοχή του οποίου διάβασε μεταφρασμένη ο αρχισυντάκτης του αμερικανικού περιοδικού - στο οποίο όχι μόνο συμφωνούσε με τις εκτιμήσεις του Τσόμσκι αλλά προσέθετε ότι δεν πρέπει να παραβλεφθεί η «συμβολική αξία» της νίκης. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι του απέδωσε μια δήλωση στην οποία ο άλλος δεν είχε προβεί ποτέ, ότι δηλαδή ο Ομπάμα «είναι ένας λευκός άντρας που μαύρισε έπειτα από μερικές ώρες έκθεσης στον ήλιο». Την ανισόρροπη δήλωση στην πραγματικότητα την είχε κάνει ο πρώην ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η διαστρέβλωση οφειλόταν, όπως αποδείχθηκε, στην ελαφρότητα ενός εντύπου της Σλοβενίας. Ο Ζίζεκ όχι μόνο δεν την αμφισβήτησε αλλά διείδε σε αυτήν - επειδή ακριβώς το «είπε» ο Τσόμσκι - όχι ένα κυνικό κρυφορατσιστικό σχόλιο με χιούμορ παιδικού σταθμού αλλά μια εμπνευσμένη παρατήρηση που αφορούσε τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο την οποία «θα μπορούσε να έχει κάνει» ο Τσόμσκι, θα ήταν δηλαδή θεμιτό από μέρους του, από μια τελείως διαφορετική όμως αφετηρία. Εκεί που ο Μπερλουσκόνι διέκρινε μια «εκκεντρικότητα» στο χρώμα του δέρματος του Ομπάμα, ο Τσόμσκι θα έβλεπε, προσπάθησε να απολογηθεί ύστερα ο Ζίζεκ, ένα γεγονός με ευρύτερες ιστορικές, ταξικές και πολιτικές συνδηλώσεις, χρήσιμο «για τους κρίσιμους αγώνες μας». Τότε ήταν μαζί, σήμερα είναι, μέχρι νεωτέρας, μάλλον χώρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου