Προτροπή για μετανάστευση!
Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Δημοσιογράφος/
Εκδότης περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ
Ποτέ η Ελλάδα δεν παρείχε μεγάλο εύρος ευκαιριών στα παιδιά της. Πολύ περισσότερο σε περίοδο κρίσης –ηθικής, πολιτικής και οικονομικής- οι ορίζοντες στενεύουν, οι δυνατότητες μειώνονται, το ίδιο και οι εναλλακτικές λύσεις. Στην πραγματικότητα, τρεις είναι οι βασικές διέξοδοι μεταξύ των οποίων πρέπει να επιλέξει κάθε σκεπτόμενος Ελληνας για να σχεδιάσει το μέλλον του μετά την κρίση.
Η πρώτη περιλαμβάνει την αποδοχή της κατάστασης όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης, στην παραδοχή του καθεστώτος της κλεπτοκρατίας και των φορέων του στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας. Σε αυτή την περίπτωση ο πολίτης «πληρώνει» έστω γογγύζοντας τα βάρη από τη διαφθορά, την κακοδιαχείριση και την παρασιτοκρατία των προηγούμενων ετών, ελπίζοντας σε οριακές αλλαγές που θα βελτιώσουν κάπως το σύστημα και θα το καταστήσουν εκ νέου λειτουργικό –για απομύζηση εννοείται.
Στην αποδοχή αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς τείνουν και ορισμένοι συντηρητικοί πολίτες, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως ρεαλιστές, ο οποίοι πειθήνια και νομοταγώς δεν αρνούνται να πληρώσουν τις φοροεπιδρομές και να υποστούν τις σκληρές θυσίες που εκ των πραγμάτων επιβάλλονται για την έξοδο της Ελλάδας από την πολυεπίπεδη κρίση. Η αφήγηση εδώ συνοψίζεται στην ορθή κατ΄ αρχάς διατύπωση που υποστηρίζει ότι «όποιος κοιτά στο παρελθόν δεν έχει μέλλον» και πως «αφού δεν φωνάξαμε όταν έπρεπε τώρα είναι αργά». Το ισχυρό επιχείρημα εδώ είναι ότι η πολιτική σταθερότητα εντός της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας αργά ή γρήγορα θα φέρει την οικονομική ανάκαμψη, όπως τόσες φορές στο παρελθόν έχει συμβεί. Ολοι αυτοί μαζί συγκροτούν τους -αμυνόμενους αυτή την εποχή- «μνημονιακούς», σύμφωνα με τον νεολογισμό του συρμού, που παρά τα φαινόμενα είναι όπως αναλύθηκε εξαιρετικά ισχυροί. Η συνύπαρξη στο ίδιο στρατόπεδο του θύματος με τον θύτη δεν είναι τόσο παράδοξη στην πολιτική όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Πολύ περισσότερο που στην περίπτωση της μεταπολιτευτικής αθλιότητας τα κριτήρια για τον διαχωρισμό των θυμάτων από τους θύτες είναι ασαφή και εύκολα διαπερατά. Ούτε στην ψυχιατρική το φαινόμενο είναι άγνωστο: ονομάζεται "Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης".
Μια δεύτερη αντίφαση αφορά στους στόχους, τους πραγματικούς και όχι τους διακηρυσσόμενους, μιας τέτοιας συσπείρωσης. Η νέα ευρωπαϊκή αριστερά και οι εδώ απηχήσεις της έχουν αποδεχθεί «τις αγορές» και ουσιαστικά από καιρό έχουν απορρίψει «την επανάσταση», που σύμφωνα με τη μετανεοτερική ανάλυση οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Στη θέση της έχουν προκρίνει τη λεγόμενη «δημοκρατική μετάβαση». Στην ίδια λογική συντάσσεται και η ευρωσκεπτικιστική δεξιά, που ασφαλώς δεν συζητεί για κοινωνική ανατροπή και οι ενστάσεις της περισσότερο αφορούν γεωπολιτικές εξελίξεις και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Από την άποψη αυτή, δεν φαίνεται να μπορεί να υπάρξει κοινή βάση ούτε κάποιας μορφής προγραμματική ενότητα με τη σκληρή μαρξιστική αριστερά, που σταθερή στην ταξική ανάλυση ομιλεί για συστημική κρίση του καπιταλισμού και για πλήρη ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος.
Επιπλέον, ανασταλτικά λειτουργεί η υπαρκτή μεγάλη ευθύνη όσων «αντιμνημονιακών» συμμετέχουν ή προέρχονται από το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης, η οποία δεν μπορεί πλέον να αποκρυβεί. Και η απουσία/έλλειψη ηγετικής προσωπικότητας που θα μπορούσε να συγκολλήσει, έστω και προσωρινά, τα τμήματα εκείνα του πληθυσμού που πλήττονται μέχρι εξοντώσεως από την κρίση, εξασθενίζει την ισχύ των «αντιμνημονιακών» στο απαιτητικό πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνει η πολύπλευρη κρίση νομιμοποίησης των μεγάλων κομμάτων.
Από την άλλη πλευρά, οι «αντιμνημονιακοί» έχουν εύκολο έργο καθώς η πρωτοφανούς σκληρότητας αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη δημιουργήσει τάγματα απελπισμένων, που σε λίγο θα γίνουν στρατιές. Εάν συνυπολογιστεί ότι οι Ελληνες είναι εθισμένοι στο λαϊκισμό είναι πιθανόν συν τω χρόνω η ισχύς των «αντιμνημονιακών» να αυξάνεται. Ασφαλώς όμως ένα τέτοιο ετερόκλητο, ανομοιογενές και εκ φύσεως αντιφατικό και αλληλοαναιρούμενο κίνημα έχει περιορισμένες δυνατότητες να επιφέρει σημαντικές πολιτικές αλλαγές και ως εκ τούτου η ένταξη στους «αντιμνημονιακούς» δεν συνιστά επιλογή αλλά λύση απελπισίας.
Η τρίτη διέξοδος είναι η μετανάστευση. Απευθύνεται και αγκαλιάζει ως προοπτική θαρραλέους, ταλαντούχους και δημιουργικούς Ελληνες που ασφυκτιούν στην απόλυτη διαπλοκή του προηγούμενου καθεστώτος και που παρατηρούν με θλίψη ότι και οι δύο προαναφερόμενες εναλλακτικές λύσεις του ελληνικού δράματος δεν οδηγούν σε αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά σε εμβαλωματικές, κομματοκεντρικές αναπαραστάσεις, γραμμένες από τον ίδιο σεναριογράφο και γυρισμένες από τον ίδιο σκηνοθέτη.
Αλλά και επειδή είναι βέβαιο ότι όλοι εκείνοι οι δημιουργικοί πατριώτες που έχουν παλέψει με το «τέρας» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είναι εκείνοι που ως αφελή υποζύγια συντηρούν όλους τους υπόλοιπους: τους κομματανθρώπους, τους απατεώνες, τους Δ.Υ., τους «επαναστάτες». Στην ουσία αυτοί, με την εργασία τους και τη δημιουργικότητά τους, συντηρούν τους δυνάστες τους για λόγους εθνικούς… Αν αυτό πάψει, αν οι κηφήνες και τα παράσιτα δεν έχουν πλέον ύλη να απομυζήσουν… Τότε θα είναι μια καινούργια μέρα... Και θα έχει η Ελλάδα μια ελπίδα να αναγεννηθεί...
1 σχόλιο:
Δεν θα αφήσουμε την Ελλάδα στο έλεος των κομματανθρώπων, των λαμογιών κ των λαθρομεταναστών. Δεν θα τα παρατήσουμε τόσο εύκολα.
Δημοσίευση σχολίου