Μάρτιος 1821. Η κήρυξη της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Μέρος Α'
Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Δημοσιογράφος/
Εκδότης Περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ
Δημοσιογράφος/
Εκδότης Περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ
Η εκδήλωση των επαναστατικών γεγονότων «φθίνοντος του Μαρτίου» του 1821 στη Λιβαδειά υπήρξε καίριας σημασίας για την επέκταση και την εδραίωση της εξέγερσης των Ελλήνων που είχε κατασταλεί μεν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αλλά είχε αναζωπυρωθεί με μεγάλη ένταση στην Πελοπόννησο.
Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς καθώς η Λιβαδειά ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα έχει εξελιχθεί στη σημαντικότερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, της Αθήνας περιλαμβανομένης, και αντίστοιχα εξαιρετικά σπουδαία ήταν η πολιτική, στρατιωτική και συμβολική της σημασία για την επιτυχία της Επανάστασης.
Η Γκιαούρ Λιβαδειά -όπως την αποκαλούσαν οι ίδιοι οι Οθωμανοί- στην έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας είχε 10.000 Ελληνες κατοίκους, οι οποίοι επιδίδονταν με ξεχωριστή επιτυχία στο εμπόριο, τη γεωργία και τη βιοτεχνία. Επιπροσθέτως στη Λιβαδειά οι προεστοί -τα θρυλικά καλπάκια της Λιβαδειάς- είχαν επιδείξει ενότητα, μετριοπάθεια, σωφροσύνη, ευελιξία και σοβαρές διπλωματικές ικανότητες μεγιστοποιώντας τα οφέλη της κοινοτικής διοίκησης για τους ίδιους αλλά και για τους Λιβαδείτες με την αξιοποίηση των εγγενών αδυναμιών του φεουδαρχικού και δομικά διεφθαρμένου οθωμανικού καθεστώτος και καθιστώντας την πόλη πρότυπο προόδου και ευημερίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Λιβαδειά αποτελούσε το κέντρο δράσης της Φιλικής Εταιρείας στη Στερεά από το 1820. Ο Αθανάσιος Ζαρείφης, απόστολος της Φιλικής Εταιρείας στη Λιβαδειά, διαδραμάτισε τον σπουδαιότερο ρόλο δημιουργώντας ένα επαναστατικό πυρήνα με τη συμμετοχή των ισχυρών ονομάτων της πόλης μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι πρόκριτοι Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης, Ιωάννης Φίλων, Εμμανουήλ Σπυρίδωνος και Παναγιώτης Λιδωρίκης.
Την εποχή εκείνη στη Λιβαδειά διατελούσε βοεβόδας ο Καρά Ισμαήλ Αγάς, ο οποίος όπως αναφέρει ο Φιλήμων «ήτο ανήρ πνεύματος, πείρας πραγμάτων και μεγάλης περιουσίας». Ο έμπειρος Τούρκος αξιωματούχος παρατηρώντας στις αρχές του 1821 τη διακίνηση πολλών ξένων στην πόλη όπως και την φιλοξενία που παρείχε σε αυτούς ο άρχοντας της Λιβαδειάς Ιωάννης Λογοθέτης υποψιάστηκε τη συνωμοσία και ζήτησε από τον διοικητή Εύβοιας, τον περιβόητο Γιουσούφ Πασά και τον Μαχμούτ Πασά γνωστότερο ως Δράμαλη την άδεια να θανατώσει τους υπόπτους ως υποκινητές ταραχών. Οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς δωροδόκησαν τους Τούρκους Πασάδες ο Καρά Ισμαήλ Αγάς αντικαταστάθηκε από το Χασάν Αγά.
Απερίσπαστοι οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς συνέχισαν την προετοιμασία της εξέγερσης σε συνεργασία με τους απεσταλμένους της Φιλικής Εταιρείας. Στις διαβουλεύσεις αυτές λαμβάνει μέρος με πρωτοφανή ενθουσιασμό ο από τις 26ης Οκτωβρίου 1820 «παντούρης και καπετάνος» του καζά της Λιβαδειάς Αθανάσιος Διάκος, ο 30χρονος οπλαρχηγός που είχε διατελέσει από το 1816 πρωτοπαλίκαρο του περίφημου αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ο Διάκος όπως αναφέρει ο βιογράφος του Σπυρίδων Φόρτης διατήρησε αμείωτο το φιλελεύθερο πνέυμα του ζώντας μέσα στην απολύτως διεφθαρμένη αυλή του Αλή Πασά καθώς "υφ' ενός και μόνου εφλέγετο πόθου διακαούς, της απελευθερώσεως της όλης ελληνικής φυλής, ως εξωτερικήν δε εκδήλωσιν του πόθου του τούτου έφερεν επί της δεξιάς του χρυσούν δακτύλιον, ον μετεχειρίζετι και ως σφραγίδα, εν ω άνωθεν κεγχαραγμένος ο Σταυρός, εις δε τα κορυφάς των γωνιών, των αποτελουμένων υπό του Σταυρού τα γράμμτα Ο.Θ.Ν.Κ. δηλούντα συμβολικώς το "Ο Θεός Νικά" κάτωθεν δε του Σταυρού ο δικέφαλος Αετός, το εθνικό σύμβολον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας".
Στα μέσα Μαρτίου 1821 επανέκαμψε από την Κωσνταντινούπολη στην έδρα του ο Μητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας που έφερε μαζί του το μήνυμα του μεγάλου ξεσηκωμού. Ο ηρωικός μητροπολίτης που καταγόταν από τη Δεσφίνα συγκάλεσε προεστούς και οπλαρχηγούς στον Οσιο Λουκά και τους ανακοίνωσε ότι η ώρα της Παλιγγενεσίας πλησιάζει και ότι ήταν η στιγμή να ξεκινήσουν οι πρακτικές προετοιμασίες. Τρόφιμα και εφόδια άρχισαν να συλλέγονται στα μοναστήρια από τους ενθουσιώδεις μοναχούς που διακρίθηκαν και στην κατασκευή φυσεκιών δημιουργώντας προπύργια του λύσωωδους αγώνα που σε λίγο θα ξεσπούσε.
Ωρες αγωνίας στη Λιβαδειά
Ο Αθανάσιος Διάκος, ο καπετάνιος της Λιβαδειάς, φιλοδοξούσε να είναι ο πρώτος που θα «σηκώσει τα άρματα» στη Στερεά Ελλάδα. Όμως ο Νικόλαος Νάκος, ο σεβάσμιος πρόκριτος, φρονούσε ότι η εξέγερση έπρεπε να ξεκινήσει από τος ορεινές περιοχές της Ρούμελης για λόγους που εύκολα γίνονται κατανοητοί. Οι άλλοι πρόκριτοι, ο Ιωάννης Λογοθέτης, ο Ιωάννης Φίλων αλλά και ο Λάμπρος Νάκος γιος του Νικόλαου, μετά από αμφιταλαντεύσεις τάχθηκαν με τη γνώμη του Διάκου για άμεση κήρυξη της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Ολοι όμως σύμφωνησαν ότι έπρεπε να έχουν την εντολή από το κέντρο της Φιλικής Εταιρείας στην Παλαιά Ελλάδα, την Πάτρα. Αποφασίστηκε να ταξιδέψει στην αχαϊκή πόλη, το πρωτοπαλίκαρο του Διάκου, ο Βασίλης Μπούσγος, ο οποίος θα συναντούσε εκεί τον πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο και θα αντλούσε έγκυρες πληροφορίες για τη φύση και τις προοπτικές της εξέγερσης.
Ο Μπούσγος αναχώρησε από τη Λιβαδειά στις 24 Μαρτίου 1821 και την επόμενη μέρα φθάνοντας στο Γαλαξίδι έμαθε ότι ο Μοριάς είχε ξεσηκωθεί. Αμέσως ετράπη προς τη Λιβαδειά για να φέρει το μεγάλο μήνυμα. Στην Αράχωβα συγκέντρωσε τους κατοίκους και τους συνέστησε να λάβουν τα όπλα και να αποκλείσουν τις διαβάσεις αποκόπτοντας την επικοινωνία των εχθρικών στρατευμάτων μεταξύ Σαλώνων και Λιβαδειάς. Στο Χάνι του Ζεμενού ο Μπούσγος σκότωσε ένα Τούρκο τατάρη, ταυχδρόμο δηλαδή, και τον σωματοφύλακά του που μετέφερε ειδήσεις για τα γεγονότα της Πελοποννήσου και των Σαλών στους Οθωμανούς της Λιβαδειάς και στις 26 Μαρτίου εισήλθε στη Λιβαδειά ανακοινώνοντας στον Διάκο και τους πρόκριτους ότι η «μεγάλη ώρα» είχε φτάσει.
Εν τω μεταξύ τον φόνο των δύο Τούρκων ταχυδρόμων στο Ζεμενό πληροφορήθηκε ο Χασάν Αγάς και κάλεσε τον Διάκο και του προεστούς για να τους καταγγείλει το γεγονός. Οι πρόκριτοι δείλιασαν προς στιγμή όμως ο Διάκος τους ενεθάρρυνε και τους συνόδευσε στον Οθωμανό αξιωματούχο με 20 οπλοφόρους και μεταξύ τους τον ίδιο τον Βασίλη Μπούσγο .
Η συνομιλία με τον βοεβόδα της Λιβαδειάς όπως την παραθέτει ο Φιλήμων είναι ενδεικτική της τροπής που είχαν λάβει και τα γεγονότα και οι ψυχές των ανθρώπων στις κρίσιμες εκείνες ώρες.
«Αμα δε παρουσιασθένταςηρώτησεν ο βοεβόνδας, πώς φέρετε μεθ' υμών τον Μπούσγον, εν ω εθανάτωσε χθες τον ταχυδρόμον Τούρκον και έναν Αλβανόν εν τω ξενοδοχείω τού Ζεμενού;
Ο Διάκος κατά πρώτον μέν ανήρεσεν ως ψευδή τα κατά του Βούσγου διαθρυλούμενα, έπειτα δε αποταθείς προς τον βοεβόνδαν είπε:
- "Ξέρεις, αγά, ότι τον μουκατά (υπό διοίκηση περιοχή) σου δέν θα μπορέσης να συμμάσης εφέτος; Έμαθα ότι ο Δυσσέος ευγήκε ζορμπάς (αντάρτης) εις τόν Μοριά με δέκα χιλιάδες και αν κάμη εδώθε, αλλοίμονο εις τον κόσμον Τούρκους καί Ρωμιούς!"
- "Απρόσβλητος άρα έσεται παρά σού ο Οδυσσεύς;"
- "Και πως μπορώ να τον βαρέσω αγά, με μόνο εκατό στρατιώτας πού έχω;"
- "Οι χωρικοί τής επαρχίας έχουσιν όπλα."
- "Αρματα μπορώ να συνάξω, αλλά πρέπει νά 'χω καί μπουγιουρδί (εντολή)."
Ο βοενβόδας συγκατατέθη ευθύς και ούτως ο Διάκος εφωδιασμένος και διά διαταγής περί του οπλισμού των χωρικών, εξήλθεν αυθωρεί εκ της πόλεως στρατολογών αναφανδόν και δραστηρίως εις δε τα απώτερα μέρη της επαρχίας έπεμψε διατάσσων την συγκέντρωσιν των ενόπλων εν τη Μονή Λυκούρεσι, απεχούση της πολέως βορειοδυτικώς επί μίαν και ημίσειαν ώρα»
[Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος]
Την ίδια ημέρα στις 26 Μαρτίου 1821 μετά από πολύωρη σύσκεψη οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί της περιοχής της Λιβαδειάς αποφάσισαν την άμεση κήρυξη της Επανάστασης. Και στις 27 Μαρτίου στη Μονή του Οσίου Λουκά έγινε η επίσημη έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Στη συγκινητική δοξολογία -όπου ευλογήθηκαν τα ιερά όπλα- χοροστάτησαν ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος και ο Σαλώνων Ησαΐας και παρέστησαν οι εκλεκτότεροι Ελληνες της επαρχίας, στα όπλα, στη φρόνηση και στ' "άσπρα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου