Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Σε μία χώρα μακρινή...

*Του Χρήστου Ριτζούλη


Πολλούς αιώνες πριν, σε μία μακρινή ήπειρο και σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από το δικό μας, ζούσε ένας λαός. Ήταν απόγονος ενός ένδοξου έθνους, αλλά, καθώς ο καλός Θεούλης έδωσε γενναιόδωρα το μυαλό εκατό γενιών σε τρεις, οι απόγονοί τους βγήκαν λίγο ελαφροί. Δεν πειράζει, ήταν καλά παιδιά, και ζούσαν με τρεις βασικές αρχές: Αν μάς αναθέσουν μία δουλειά, θα την κάνουμε σωστά και νοικοκυρεμένα (το έλεγαν «φιλότιμο»), δεν κλέβουμε από το παγκάρι (το έλεγαν «καθαρό κούτελο»), και αν έχουμε πολλά λεφτά και ο γείτονας τίποτε, τα πράγματα δεν πάνε καλά (το έλεγαν «μέτρο»). Ποτέ τους δεν είχαν αναρωτηθεί γιατί πρέπει να υπακούσουν στα τρία παραπάνω, απλά υπάκουαν.

Οι ηγέτες τους, παιδιά του τόπου, τιμούσαν αυτές τις αρχές και, αν έβαζαν το χέρι στον κουμπαρά, το έκαναν διακριτικά, προκειμένου να μη διαταράξουν τα παραπάνω. Γιατί; Ποτέ δεν το φιλοσόφησαν• μάλλον απλά επειδή έτσι έπρεπε να κάνουν. Απλοϊκοί και αυτοί, δεν ήταν ευφυείς, αλλά ήταν νοικοκύρηδες και φιλότιμοι, δηλαδή τελικά επαρκείς. Με τους εγγενείς περιορισμούς της φτωχής τους πατρίδας έκαναν καλή δουλειά, στήσαν κάποιες φάμπρικες, η γη απέδωσε ό,τι μπορούσε, τα έβγαζαν πέρα. Ώσπου ήρθαν οι Απόξω.

Αυτοί, οι Απόξω ήταν συμπατριώτες τους, αλλά κοσμοπολίτες και κοσμογυρισμένοι, και ήταν εξυπνότεροι και καπάτσοι. Γρήγορα πήραν αξιώματα, γιατί ο λαός θαύμασε την ευφράδειά τους και τον αέρα της επιτυχίας που έσερναν μαζί τους. Οι Απόξω ανέλαβαν να κυβερνήσουν τον τόπο, και σκέφτηκαν (αυτό κάνουν οι έξυπνοι) ότι το να κυβερνάς είναι καλό. Αποφάσισαν, λοιπόν, να πείσουν τους πολλούς να τούς κρατήσουν στην εξουσία. Για αντάλλαγμα είπαν στο λαό ότι θα τού έδιναν πολλά χρήματα, ακόμη και αν ο λαός δε δούλευε πολύ, γιατί η δουλειά είναι κουραστική.

Ο λαός σάστισε• θα πέσει φωτιά να μάς κάψει. Αν δε δουλέψουμε, από πού θα έρθουν τα χρήματα; Είναι σωστό να τρώμε χωρίς να παράγουμε; Αλλά όπως είπαν οι Απόξω που ήταν και κοσμογυρισμένοι, αυτό θα το φρόντιζαν οι αρχηγοί. Τα λεφτά όντως άρχισαν να ρέουν έτσι, χωρίς λόγο, και ο λαός ξέχασε να δουλεύει και να παράγει το ψωμί του, ξέχασε δηλαδή την αρχή του φιλότιμου. Και περνούσε καλά με τους νέους, καλούς αρχηγούς του που μοίραζαν τζάμπα χρήματα. Φυσικά υπήρχαν και περίοδοι στενότητας. Τότε λίγοι εκπρόσωποι του λαού πήγαιναν και διαμαρτύρονταν στους Απόξω, λέγοντας ότι αν δεν αποκαθίσταντο η ροή των χρημάτων, τότε θα ξεσηκώσουν το λαό και θα τούς στείλουν από κει που ήρθαν. Τότε οι Απόξω αρχηγοί αυτής της μακρινής χώρας βρήκαν μία νέα ιδέα: Με τρόπο, είπαν στους εκπροσώπους του λαού ότι, αν οι τελευταίοι βάλουν το χέρι στο παγκάρι, οι Απόξω θα κάνουν τα στραβά μάτια, αρκεί ο λαός να μείνει ήσυχος.

Οι εκπρόσωποι σάστισαν με την ιδέα: Με τί κούτελο θα κυκλοφορήσουν στην κοινωνία; Αλλά είχαν ήδη μάθει να μην παράγουν τίποτε, και οι νεόπλουτες οικογένειές τους ήταν απαιτητικές: Έτσι οι οικογενειάρχες έβαλαν το χέρι στο παγκάρι. Ζυγίζοντας το βάρος του παγκαριού και το βάρος του κούτελου, ανακάλυψαν με δέος ότι το κούτελο δεν μπορεί να αγοράσει βίλλα στο νησί, ενώ το παγκάρι μπορεί. Από κεκτημένη ταχύτητα δεν τούς ένοιαξε αν τούς κακολογούσαν οι πολύ φτωχότεροι πλέον γείτονές τους. Έχασαν, δηλαδή, την έννοια του μέτρου. Το τρίτο έρισμα της παλιάς κοινωνίας, λοιπόν, καταστράφηκε. Αυτό σε μερικές χιλιετηρίδες οι ιστορικοί θα το ονόμαζαν «βαθιά διάβρωση του κοινωνικού ιστού», αλλά δεν είναι της στιγμής.


Οι κάτοικοι του τόπου, όπως είπαμε, δεν ήταν λαμπρά μυαλά. Νόμιζαν ότι ήταν, αλλά δεν ήταν. Και γι΄ αυτό αντί να επαναστατήσουν ενάντια στους Απόξω σε αυτό το στάδιο και να τούς στείλουν από κει που ήρθαν, ζύγισαν τα εύκολα και αδικαιολόγητα χρήματα από τη μία και τις παλιές αξίες από την άλλη, και αποφάσισαν να παν με τα χρήματα. Μερικοί εξυπνότεροι από τους υπόλοιπους έβλεπαν ότι τα χρήματα ήταν δανεικά και θα τελείωναν, και προειδοποιούσαν γι΄ αυτό. Εδώ όμως οι Απόξω έπιασαν τα μπόσικα: έκαναν πανίσχυρους εν μία νυκτί ανεπαρκείς επαγγελματικά ανθρώπους, οι οποίοι θα υπερασπιζόταν το νέο σύστημα με κάθε κόστος, απλά επειδή ήξεραν ότι εκτός αυτού θα πέθαιναν στην ψάθα. Αυτοί, ας τούς λέμε μαντρόσκυλα, ήταν πλέον η νέα κινητήρια δύναμη του συστήματος: Αν κάποιος ήθελε να πετύχει κάτι στη χώρα εκείνη, έπρεπε να υποκύψει σε αυτή τη νέα ελίτ. Και αντί να μαυρίσει στο ξύλο τους χθεσινούς επαίτες, ο λαός στήθηκε έξω από τα γραφεία τους, παρακαλώντας ένα μέρισμα από τα εύκολα χρήματα.

Αφού οι πυλώνες της παλιάς τάξης, το φιλότιμο, το καθαρό κούτελο και το μέτρο είχαν απολεσθεί, ο καθένας μπορούσε να αξιώνει χρήματα από το κοινό παγκάρι, αγνοώντας την κοινή ιδιοκτησία και την κοινή ευθύνη απέναντι στη χώρα. Δηλαδή η δημοκρατία πέθανε, αλωμένη εκ των έσω. Το νέο οικοδόμημα ήταν απλό: Αγνοώντας το γεγονός ότι όλοι ζούσαν με δανεικά, ο καθένας, ανάλογα με την εγγύτητά του στους Απόξω και στα μαντρόσκυλα, δικαιούταν μέρισμα από την κοινή περιουσία. Σε αντάλλαγμα θα διατηρούσε από πάνω του τους Απόξω. Η ελίτ των μαντρόσκυλων φυσικά φρόντιζε, παρενοχλώντας, στερώντας και εκβιάζοντας, να είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί ο,τιδήποτε στη μακρινή αυτή χώρα χωρίς τη συγκατάθεσή της. Τα μαντρόσκυλα θα έπνιγαν, προφανώς, ο,ποιονδήποτε ικανό, καθώς πολλοί τέτοιοι θα μπορούσαν να θέσουν υπό διακύβευση το όλο οικοδόμημα.

Φυσικά τα μαντρόσκυλα δικαιούνταν μέρισμα από οποιαδήποτε συναλλαγή γινόταν στην περιοχή ευθύνης τους. Δημιουργήθηκε έτσι μία ιδιότυπη μαύρη οικονομία από μία νομιμοποιημένη μαφία, η οποία συντηρούσε τα πράγματα στη θέση τους. Οι Απόξω ζούσαν, φυσικά, με τον τρόμο να μην τελειώσουν τα δανεικά και μείνουν τα μαντρόσκυλα και το πόπολο απλήρωτα: Κάτι τέτοιο θα σήμαινε το τέλος τους. Σε δύσκολες μέρες, αν τα λεφτά τελείωναν, έστελναν ληστές στους δρόμους να ξαλαφρώνουν τους περαστικούς, και τύπους της νύχτας να παίρνουν προστασία από τα καταστήματα της αγοράς και τις φάμπρικες. Όταν τα λεφτά μαζεύονταν πολλά-πολλά στα χέρια του λαού, όλο και κάτι γινόταν και τα χρήματα επιστρέφονταν εκεί που πρέπει.

Αξιοσημείωτο έμεινε το κόλπο με τον ιππόδρομο: Οι αρματοδρομίες και τα στοιχήματα ήταν πολύ δημοφιλή την εποχή εκείνη. Για εννέα εβδομάδες τα ονόματα των νικητών ανακοινώνονταν πριν τον αγώνα, και μετά άνοιγαν τα γραφεία των στοιχημάτων. Ο εκστασιασμένος λαός έβλεπε τις οικονομίες του να διπλασιάζονται σε λίγα λεπτά. Τη δέκατη εβδομάδα όλοι στοιχημάτισαν τις οικονομίες τους στον προανακοινωθέντα νικητή του μεγάλου τελικού. Νίκησε άλλος, με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου στην ιστορία της χώρας. Τα αρχεία είναι αραιά για την περίοδο εκείνη, αλλά, παραδόξως, δεν φαίνεται να έπεσαν κεφάλια. Η ηγεσία δήλωσε ότι η ανακοίνωση των νικητών πριν τους αγώνες ήταν μία κακή πρακτική, με την οποία δεν είχε την παραμικρή σχέση.

Όταν παράγεις τρία και τρως είκοσι, κάποτε θα σε κυνηγήσουν οι πιστωτές σου. Φυσικά και αυτό έγινε, κάποτε θα γινόταν. Μα γιατί τελείωσαν τα λεφτά; Οι Απόξω είπαν ότι θα κρατούσαν για πάντα! Το είπαν; Όχι, ποτέ δεν είχαν πει κάτι τέτοιο. Απλά έλεγαν: «Πάρτε και ψηφίστε μας.» Ποτέ δεν είπαν τίποτε περισσότερο. Ποτέ δε μίλησαν για το αύριο, και ο μαλθακός και αποχαυνωμένος λαός, έχοντας απεμπολήσει τις αρχές του, με δέος βρέθηκε μόνος. Σε αυτό το σημείο όλοι καταλάβαιναν ότι, με τη δική τους συνενοχή, ή, πιο σωστά, με την απόλυτη ενοχή τους, η χώρα είχε ξεχάσει να παράγει ο,τιδήποτε. Με δέος ανακάλυψαν αυτά που ήταν προφανή, αλλά κανένας δεν πρόσεχε χρόνια τώρα: Οι αγρότες πληρώνονταν για να μην καλλιεργούν• οι υπηρεσίες του δημοσίου παρενοχλούνταν από τα μαντρόσκυλα, αδυνατώντας να κάνουν τη δουλειά τους• οι ληστές των δρόμων βρήκαν νομικά ερείσματα να κάνουν ότι έκαναν πριν, αλλά νόμιμα• η εταιρεία συγκοινωνιών βρέθηκε να έχει σε ξεχωριστές πόλεις τους οδηγούς, τις άμαξες και τα άλογα• ενώ, σε κάθε δουλειά στριμώχνονταν δεκαπλάσιοι υπάλληλοι απ’ όσους χρειάζονταν, οι οποίοι επιπλέον δεν είχαν την παραμικρή όρεξη για δουλειά. Οι λίγες επιχειρήσεις που παρήγαγαν κάτι ξεζουμίζονταν από τους νονούς για να πληρώνονται οι υπόλοιποι αργόσχολοι. Πολλοί βγήκαν να πουν ότι φταίνε οι Εβραίοι ή οι Εξωγήϊνοι. Άλλοι κατηγόρησαν το αδηφάγο κεφάλαιο. Μαθημένοι στα εύκολα και τα ανώδυνα, οι πολλοί δεν ήθελαν να ακούσουν το αυτονόητο: Αυτοί έφταιγαν, που δεν πέταξαν έξω τους Απόξω όταν αυτοί ήρθαν και ζήτησαν από το λαό να παρατήσει το Φιλότιμο, το Καθαρό Κούτελο και το Μέτρο με αντάλλαγμα ένα χιλιάρικο που τούς κούνησαν στη μούρη. Αυτά μάς λέει η αρχαία ιστορία αυτής της μακρινής χώρας.

* Ο κ. Χρήστος Ριτζούλης είναι Επίκουρος Καθηγητής Χημείας Τροφίμων του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης
http://www.capital.gr/

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

καταπληκτικό!

Ανώνυμος είπε...

Το πρόβλημα αυτής της μακρινής χώρας ονομάζεται συνενοχή

Ανώνυμος είπε...

σε τούτη την κοντινή χώρα η κόρη του Κουβέλη εκλέχτηκε πρώτη στο 2ο εκλογικό διαμέρισμα του δήμου Αθηναίων και όπως διαβάζω πάει για αντιδήμαρχος....ευτυχώς που η Αριστερά αντιμάχεται τον νεποτισμό ,την οικογενειοκρατία και τα τζάκια, γιατί τι θα γινόμασταν....!

Ανώνυμος είπε...

«Έχουμε κάθε βεβαιότητα ότι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κατάσταση. Αυτή η χώρα κέρδισε πολύ δύσκολα την εθνική της κυριαρχία και αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να την παραδώσει σε κανέναν» δήλωσε ο υπουργός Επιχειρηματικότητας, Εμπορίου και Καινοτομίας της Ιρλανδίας Batt O'Keeffe. (Πηγή: Ιρλανδία: Δεν θα παραδώσουμε την εθνική μας κυριαρχία σε κανέναν).

Ανώνυμος είπε...

3.35
έτσι είναι η γενιά του Πολυτεχνείου