Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Δημοσιογράφος/
Εκδότης Περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα χρονολογείται η προσπάθεια ημιεπίσημου εορτασμού της Αποκριάς στην πόλη της Λιβαδειάς. Τότε ήταν που ιδρύθηκε Κομιτάτο των Απόκρεω, μια ολιγοπρόσωπη οργανωτική επιτροπή, για να συντονίσει αλλά κυρίως να παρακινήσει τους Λιβαδείτες να συμμετάσχουν σε διαγωνισμό μεταμφίεσης. Πραγματικά, η τριμελής Επιτροπή απαρτίστηκε από τους Γεώργιο Κορόζο, δήμαρχο Λεβαδέων, Ηρακλή Λάππα, έμπορο και Λουκά Μπουρνόζο, δικηγόρο. Αυτοί διεξήγαγαν έναν ευρύ έρανο στην αγορά της Λιβαδειάς και συνέλεξαν ένα σημαντικό για την εποχή χρηματικό ποσό, στη βάση του οποίου προκήρυξαν βραβείο για το καλύτερο άρμα και την εντυπωσιακότερη μεταμφίεση. Φυσικά, από μια τέτοια διοργάνωση δεν θα μπορούσε να λείψει η εξέδρα, η οποία στήθηκε στην πλατεία Γεωργίου Α’, στη σημερινή κεντρική πλατεία της Λιβαδειάς δηλαδή, με την επίβλεψη ενός δραστήριου επιπλοποιού, του Αντωνίου Καμινάρη.
Κι ενώ όλα έδειχναν καλά οργανωμένα, ήταν ο καιρός που δυσχέρανε τον εορτασμό, καθώς και το Σάββατο και την Κυριακή της Τυρινής μια από εκείνες τις γνωστές λιβαδείτικες χειμωνιάτικες νεροποντές είχε κλείσει τους κατοίκους και τους καρναβαλιστές στα σπίτια τους. Βέβαια, η οργανωτική επιτροπή δεν το έβαλε κάτω και όταν την Καθαρά Δευτέρα η ατέλειωτη βροχή κόπασε, εξέδωσε νέα ανακοίνωση με την οποία καλούσε τους διαγωνιζόμενους να βρίσκονται στους δρόμους και τις πλατείες στις 3.00 μμ. Από τις 12 το μεσημέρι οι Λιβαδείτες συν γυναιξί και τέκνοις ξεχύθηκαν στην αγορά και πλημμύρισαν τους δρόμους και τα καφενεία.
Στην αποκριάτικη παρέλαση που ακολούθησε ξεχώρισαν τρία άρματα: ένα που παρίστανε τον τσιγγάνικο γάμο, ένα άρμα που σατίριζε την ιατρική επιστήμη και τέλος ένα άρμα που παρομοίαζε την ελληνική Βουλή με φούρνο, ο οποίος ξεφούρνιζε διαρκώς νέους φόρους στα γεωργικά προϊόντα αλλά και στην κτηματική περιουσία. Όπως και τώρα, έτσι και τότε λίγα χρόνια είχαν περάσει από τη χρεωκοπία του 1893 και οι ιθύνοντες της εποχής αναζητούσαν τη λύση στην επιβολή βαρύτατης φορολογίας στα εισοδήματα και στα ακίνητα. Αυτό το τελευταίο άρμα της Βουλής, το "εξόχως διακεκοσμημένο", έλαβε και το Α’ βραβείο του διαγωνισμού, το οποίο του απονεμήθηκε κάτω από τα χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου πλήθους.
Ακολούθησε πόλεμος. Για την ακρίβεια χαρτοπόλεμος, στον οποίο επιδόθηκαν με ενθουσιασμό άντρες και γυναίκες, με το κομφετί να χύνεται "κατά οκάδας" στους δρόμους και τις πλατείες της Λιβαδειάς. Η γιορτή ολοκληρώθηκε το απόγευμα αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στους πολίτες και απομακρύνοντας με διασκεδαστικό τρόπο τις βακχικές επιρροές πριν από τη νηστεία της μεγάλης Σαρακοστής και τον ερχομό του Αγίου Πάσχα.
Αυτή η προσπάθεια ημιεπίσημου εορτασμού της Αποκριάς φαίνεται να θεμελιώνεται σε μακραίωνες τοπικές παραδόσεις, πολλές από τις οποίες στην πορεία λησμονήθηκαν. Όσο κι αν ο Τάκης Λάππας διέδωσε τη λαϊκή ρήση «Αποκριά στην Αθήνα και Πάσχα στη Λιβαδειά», η αλήθεια είναι ότι στη βοιωτική πρωτεύουσα υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη παράδοση για τον εορτασμό των Απόκρεω, ιδιαίτερα στις συνοικίες και στα ψηλώματα της πόλης. Απόηχός της φτάνει ώς τις μέρες μας με τα άσεμνα τραγούδια, τα οποία σκωπτικά, τολμηρά και μελωδικά αντηχούν ακόμη στους δρόμους και στα σοκάκια τούτες τις αποκριάτικες μέρες.
Στο απολαυστικό γράμμα του Στάθη Δημακόπουλου, από το 1961, που ακολουθεί και διηγείται τα ευτράπελα και τα τραγικά μιας άλλης Αποκριάς στον Ζαγαρά, κι αυτής πριν από εκατό και πλέον χρόνια, δεν χρειάζεται να προσθέσει κανείς πολλά πράγματα. Μια μόνο σύντομη παρατήρηση θέλω να κάνω. Όπως από την επιστολή προκύπτει, στις αρχές του 20ού αιώνα στη Λιβαδειά και μάλιστα στον Ζαγαρά την περίοδο της Αποκριάς λάμβανε χώρα λαϊκό δρώμενο με το όνομα «Βλάχικος Γάμος», που συνιστούσε και τον κεντρικό πυρήνα του εορτασμού, συγκεντρώνοντας τους πιο δραστήριους καρναβαλιστές, τους πιο μεγάλους γλεντζέδες και γενικά τους οπαδούς του Βάκχου. Αντλώντας πιθανόν από τα ίδια νάματα της λαϊκής παράδοσης, το ομώνυμο δρώμενο, ο Βλάχικος Γάμος αναπαριστάται κάθε χρόνο στη βοιωτική συμπρωτεύουσα Θήβα παρουσιάζοντας εξαιρετικό λαογραφικό ενδιαφέρον. Το ίδιο ενδιαφέρον ενδεχομένως να παρουσιάζουν και τα λησμονημένα αποκριάτικα έθιμα της Λιβαδειάς, για τα οποία η viotia σε επόμενη ευκαιρία θα επανέλθει.
Αιγάλεω, 7 Φεβρουαρίου 1961
Αδελφέ Νίκο,
Είμαστε καλά. Εγώ, όσο μπορεί να είναι καλά ένας άνθρωπος που έχει στηθάγχη! Είμαι κλεισμένος! Ο γιος μου ο Γιώργος μ’ επληροφόρησε ότι η αδελφή μας είναι άρρωστη από ρευματισμούς.
Σήμερα, που είναι η γιορτή της καθώς και του ανεψιού μας του Λουκά, και σαν είμαι κάπως καλύτερα, πήρα «χαρτί και πένα» να σου γράψω δυο λόγια και να σε παρακαλέσω να τους ευχηθείς και εκ μέρους μου «χρόνια πολλά και καλά» και να με πληροφορήσης πώς είναι τώρα η Λουκία. Όταν καλυτερέψη ο καιρός, θα ‘ρθω και ο ίδιος να σας ιδώ.
Τώρα με τις αποκριές και σαν κάθομαι κλεισμένος στο σπίτι, από τους πόνους της στηθάγχης μου, θυμάμαι διάφορα περιστατικά της παιδικής μου ζωής, τα οποία, μίμος και είρων καθώς είμαι, θυμάμαι ακόμα. Θα ‘ταν μια αποκριά λοιπόν, πριν ίσως ή και κατά το 1910. Την παραμονή της τελευταίας Κυριακής, της Τυρινής, δηλαδή το Σάββατο το βράδυ και καθ’ ον χρόνο η Λιβαδειά μοσχομύριζε από τις ψηνόμενες πίττες, πέθανε στον Ζαγαρά ο Γιώργης Αρκουμάνης και οι γειτόνοι του, ενώ η Αρκουμάναινα είχε πέσει στον πόνο της, της έκλεψαν από το φούρνο την πίττα και η δυστυχισμένη, κλαίοντας την απώλεια του άντρα της, έκλαιε και την απώλεια της πίτας μοιρολογώντας: «Δε μου ‘φτανε ο χαημός σου, αχ! Γιώργη μου! Μου ‘κλεψαν και την πίττα, αχ! Γιωργάκη μου!».
Το συνταρακτικό γεγονός του κλεψίματος της πίττας και του μοιρολογήματός της από την Αρκουμάναινα διεδόθη την επομένη σ’ όλο τον Ζαγαρά και απετέλεσε αφορμή διακωμωδήσεων και σχολίων.
Το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής και προ του μεγάλου εσπερινού, μετά το τέλος του οποίου χόρευαν οι πατέρες της συνοικίας με τους παπάδες επί κεφαλής, έγινεν η κηδεία του Αρκουμάνη, φουστανελλοφορούντος με το κόκκινο φέσι του και μεγαλοπρεπούς στην οριζοντοποίησή του.
Πριν τελειώσει η νεκρώσιμος ακολουθία, κατέφθασε στην αυλή του Αγίου Νικολάου ο θίασος του Σταμέλου, Κυτάγιου και λοιπών γλετζέδων του Ζαγαρά, για να αναπαραστήση το «Βλάχικο γάμο» κατά το πατροπαράδοτο έθιμο, και καθ’ ον χρόνον μέσα στην εκκλησίαν εψάλλετο η νεκρώσιμος ακολουθία, ο θίασος παρέστησε την πρώτη πράξη του «γάμου» υπό τα χάχανα του παρισταμένου φιλοθεάμονος κοινού, με το οποίο είχαν ενωθεί και όσοι είχαν ακολουθήσει την εκφορά του Αρκουμάνη, γιατί προτίμησαν προφανώς να μη χάσουν το «γάμο» παρά να παρακολουθήσουν τα νεκρώσιμα, φιλοσοφικά, πένθιμα και ακατάλληλα για τη στιγμή τροπάρια.
Όταν τελείωσε η ακολουθία και πρόβαλε από την πόρτα του ναού ο νεκρός Αρκουμάνης, προπορευομένων των μακαριτών πατέρα μας και Παπαθανάση, με ακολουθία μόνον τη γυναίκα του και λίγες ακόμα γυναίκες, ο θίασος των βακχικών οπαδών του Διονύσου σταμάτησε την παράσταση του «γάμου» και τσακιρωμένος καθώς ήταν, με μια προσταγή του Σταμέλου προς τα μέλη του και τους γύφτους με τα τύμπανα και τις πίπιζες, ετέθη επί κεφαλής της κηδείας και άρχισε διάφορα αποκριάτικα τραγούδια!
Ακολούθησε πανδαιμόνιο! Όλος εκείνος ο λαός που παρακολουθούσε την παράσταση του «γάμου» πήρε μέρος στην πομπή, καθ’ ον χρόνον ο μακαρίτης ο πατέρας μας ωρύετο: «Σταματήστε, τέρατα! Δεν επιτρέπονται αυτά!»
Ποιος όμως να τον ακούσει, που όλοι ήσαν τύφλα στο μεθύσι! Ενώ ο Παπαθανάσης, τύπος γλεντζέ κι αυτός, επεδοκίμαζε όσα εγίνοντο γελώντας κι αυτός μαζί με τους άλλους.
Έτσι η πομπή, προπορευομένων πάντοτε των πιπιζών και των νταουλιών, έφτασε ως το σπίτι του Κολούτσου . Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το σπίτι του ο γερο Κολούτσος, μεγαλοπρεπής με τη φουστανέλλα και τη σκούφια του, στάθηκε στην καμαρωτή αυλόπορτά του και κατάπληκτος για το παράξενο και παράτυπο θέαμα, φώναξε προς τους προπορευόμενους μασκαράδες: «Ρε παιδιά! Δεν ντρέπεστε λιγάκι; Ούλοι μια μέρα θα πεθάνουμε! Θα θέλατε σεις στην κηδεία σας να γίνουν αυτά τα μασκαριλίκια;»
Ο θίασος σταμάτησε σαν να συνήλθε εις εαυτόν. Τα νταούλια και οι πίπιζες διετάχθησαν να σταματήσουν και τότε από τα στόματα των ανθρώπων αυτών, που ήσαν όλοι μερακλήδες και καλοί τραγουδιστάδες, αντήχησε ένα άλλου είδους τραγούδι, ηρωικό και πένθιμο, που όπως εξακρίβωσα τραγουδήθηκε για πρώτη φορά στην κηδεία του Μακρυγιάννη στρατηγού και ήρωος της Επανάστασης του 1821 και της δημοκρατικής επανάστασης, της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 που επέβαλε το σύνταγμα στο βασιληά Όθωνα. Το τραγούδι με αλλαγή του ονόματος από Γιάννη σε Γιώργο ήταν:
Για σήκω απάνω, Γιώργο μου,
και μη βαρειοκοιμάσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,
χιονίζει θα κρυώσεις
Θα σου βραχούνε τ’ άρματα
Θα σου βραχούνε τ’ άρματα
και τα χρυσά τοπάζια
Και τ’ ασημένια χαϊμαλιά…
Και τότε, γλυκά και λυπητερά καθώς το τραγουδούσαν πρώτα αυτοί και το επαναλάμβαναν οι πίπιζες και τα νταούλια ανά δίστιχο, ξεσηκώθηκε μέσα στο πλήθος ένα κλάμα παραπονεμένο για τον φτωχό νεκρό που είχαν πρώτα διακωμωδήσει τόσο άπρεπα.
Έτσι η νεκρική πομπή, όχι διονυσιακή πεια, αλλά ηρωική, σοπενική και βαγνερική κατά ελληνικό τρόπο, έφτασε στο νεκροταφείο κι εκεί υπό τους ήχους των τυμπάνων και των πιπιζών εναπετέθη στον τάφο του ο νεκρός, καθ’ ον χρόνον ο μακαρίτης ο πατέρας μας, συγκινημένος κι αυτός για τη νέα τροπή της κηδείας, επέλεγε, ρίχνοντας χώμα με νερό στο σκεπασμένο πρόσωπο του Αρκουμάνη.
Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες επ’ αυτής. Άγιος ο θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος ελέησον ημάς!
Σας φιλώ όλους
Στάθης Δημακόπουλος