Γράφει
ο Δημήτρης Λάμπρου
Δημοσιογράφος/Εκδότης περιοδικού ΒΟΙΩΤΙΑ
Η αποτυχημένη επίθεση στο Μετρό της Αθήνας επαναφέρει στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο την τρομοκρατία σε ένα εκρηκτικό περιβάλλον - που εξελίσσεται σε θερμοκήπιο εκδηλώσεων πολιτικής βίας.
Η προσπάθεια εκ μέρους των άγνωστων ανταρτών πόλης για την «όξυνση της ταξικής πάλης», σύμφωνα με την παλαιά κομματική αργκό, δεν προοιωνίζεται τίποτε θετικό για την πολύπαθη Ελληνική Δημοκρατία. Αντίθετα, προσθέτει μια ακόμη ανεξάρτητη μεταβλητή στην άλυτη εξίσωση μιας αποσβολωμένης κοινωνίας, που δέχεται το ένα βίαιο χτύπημα μετά το άλλο.
Χωρίς αμφιβολία δεν υπάρχει φυσιολογικός άνθρωπος που να μην καταδικάζει τρομοκρατικές ενέργειες, όπως η τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στο μετρό. Μόνο ημιπαράφρονες θεωρούν ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις ή οι αιματηρές ρήξεις μπορούν να μεταβάλουν, προς όφελος των πολλών, την πολιτική κατάσταση.
Ομως, θεωρητικά και πρακτικά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το ζήτημα της βίας και ιδιαίτερα της πολιτικής βίας είναι παλαιό, διαρκώς επανερχόμενο, σύνθετο και περίπλοκο. Η ίδια η βία -συστατικό στοιχείο του κράτους- αντιμετωπίζεται κατά βάσιν αρνητικά στις σύγχρονες κοινωνίες και η χρήση της από τους πολίτες, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, απαγορεύεται.
Καθώς οι ψυχίατροι και οι κοινωνιολόγοι αναγνωρίζουν ότι η σποραδική βία αποτελεί τη βαλβίδα ασφαλείας της κοινωνίας για την εκτόνωση της ανθρώπινης τάσης για γενικευμένη βία, η τρομοκρατία τείνει να θεωρείται αναγκαίο κακό στις μεταβιομηχανικές μεταμοντέρνες κοινωνίες. Η σποραδική βία –σύμφωνα με αυτή την άποψη- είναι το τίμημα για την ειρήνη που επικρατεί στον κόσμο.
Επιπλέον, η πολιτική βία είναι συγκρουσιακή, επομένως και θεαματική, και από την άποψη αυτή οι πρακτικές της έλκουν νεαρά άτομα με περιορισμένες γνώσεις αλλά ισχυρά κίνητρα ανάδειξης κι ακόμη ρομαντικούς ή αναμορφωτές, πιστούς της επαναστατικής θρησκείας ή ευήθεις ιδεολόγους που θυσιάζονται για την ουτοπία ή συνηθέστερα θυσιάζουν άλλους για αμφίβολα ιδανικά.
Η καταδίκη της πολιτικής βίας (που κάποιοι με ακαθόριστα όρια διακρίνουν σε ατομική και μαζική) είναι πάντοτε ομόθυμη από τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις και τους άλλους θεσμούς της κοινωνίας. Και η καταδίκη αυτή αφορά στην ηθική απαξία της τρομοκρατικής ενέργειας που «στοίχισε αθώες ζωές» κ.λπ. κ.λπ.
Η ηθική πλευρά, η αξία ή η απαξία που προσδίδεται σε μια πολιτική πράξη, είναι σπουδαία από την κοινωνική πλευρά και συμπεριφορά, αλλά φοβάμαι ότι σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε αποσύνθεση, όπως η ελληνική, δεν μπορεί κανείς στα σοβαρά να επικαλεστεί τις κοινές αξίες ή τη δημόσια ηθική για να αποτρέψει τρομοκρατικές ενέργειες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως ότι το να δολοφονείς αθώους πολίτες για να προωθήσεις πολιτικούς στόχους είναι απάνθρωπο, είναι ανήθικο.
Εκείνο όμως που αφαιρεί κάθε υπόσταση από την πολιτική βία είναι το γεγονός ότι η χρήση της είναι αναποτελεσματική για τους ίδιους τους στόχους που θέλει να υπηρετήσει. Η βία σε όλες της τις εκφάνσεις είναι πολιτικά ατελέσφορη.
Οταν η πολιτική βία είναι χαμηλής έντασης και λειτουργεί συμβολικά ως ατομική τρομοκρατία μπορούν να διατυπωθούν οι εξής εμπειρικές διαπιστώσεις:
Οι ενέργειες πολιτικής βίας ή πολιτικής αντιβίας, όπως ονομάζονται από τους ακτιβιστές, ή τρομοκρατικές, όπως αναφέρονται από τα ΜΜΕ, διαχρονικά δεν έχουν προσφέρει τίποτε πρακτικό στον απλό λαό προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των όρων της ζωής του. Στο πολιτικό επίπεδο τα αποτελέσματα ενεργειών πολιτικής βίας είναι πανομοιότυπα σε όλα τα καθεστώτα και πάντοτε δοκιμάζουν τα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας: ένταση και σκλήρυνση της κρατικής καταστολής, τρομοκράτηση των πολλών και αδυνάμων, επεξεργασία και προετοιμασία σεναρίων από κύκλους μη θεσμικούς, παρέμβαση ξένων κέντρων εξουσίας κ.λπ. Αυτά ακριβώς τα αποτελέσματα καθιστούν ευάλωτες όλες τις τρομοκρατικές ενέργειες στην κατηγορία περί προβοκάτσιας και σπαταλούν «κινηματική δυναμική» για την απόκρουσή της μεγαλύτερη από εκείνη που διοχετεύεται σε κατευθύνσεις πραγματικής, ουσιαστικής και ειρηνικής κοινωνικής και τελικά πολιτικής παρέμβασης.
Ομως οι ριζικές τομές, οι ανεπίστρεπτες ρήξεις είναι ατελέσφορες και σε μεγάλη κλίμακα ή για την ακρίβεια θεωρούνται επιτυχείς στο βαθμό που ενσωματώνονται ανώδυνα στην «παλαιά τάξη».
Από την ιστορική πλευρά, στο μεγάλο κάδρο, οι βαθιές ρήξεις, οι επαναστάσεις που άλλαξαν τον κόσμο -ακόμη και οι πολιτισμικές- μοιάζουν μακροσκοπικά με τραύματα στο κοινωνικό σώμα που επουλώνονται γρήγορα και ενσωματώνονται
στην τάξη του επαναλαμβανόμενου.
Η Αναγέννηση λόγου χάριν νοηματοδοτεί τη νέα κοινωνία που κυοφορεί με εγχειρίδιο τον Ηγεμόνα του κυνικού Μακιαβέλλι και όχι όπως θα ανέμενε κανείς με ένα νέο ηθικό αίτημα. Και η Μεταρρύθμιση υποτάσσεται στο σκήπτρο των ηγεμόνων της Βόρειας Ευρώπης και των καπιταλιστών που αποκτούν πρόσβαση στη θεία υποστήριξη.
Ο ίδιος ο Φερνάν Μπροντέλ, ο σπουδαιότερος Γάλλος ιστορικός του 20ού αιώνα, επικρίνει το φετίχ της δυτικοευρωπαϊκής επαναστατικής πρωτοπορίας, τον Μάη του ’68, επιμένοντας ότι υποβάθμισε τις ηθικές αλλά και κατεστημένες αξίες «χωρίς τις οποίες δεν μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι», πριν οι πρωταγωνιστές του απορροφηθούν από μια μακρόθυμη κοινωνία για να περάσουν ομαλά και σε πολλές περιπτώσεις θριαμβευτικά στην άλλη πλευρά.
Εξάλλου, κοινό τόπο για κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενο άνθρωπο αποτελεί το γεγονός ότι όπου η εξουσία, το κράτος ανατράπηκε βίαια, εκεί ο ολοκληρωτισμός υπήρξε η νέα τάξη πραγμάτων που επιβλήθηκε και ήταν πάντα χειρότερης μορφής από το προηγούμενο καθεστώς.
Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η Καμπότζη του Πολ Ποτ: οι τοπικές επαναστατικές δυνάμεις νίκησαν στρατιωτικά τους πλανητάρχες Αμερικανούς και εφάρμοσαν το διαμορφωμένο μέσα από τον «αντιιμπεριαλιστικό αγώνα» επαναστατικό τους όραμα: ισότητα ή μάλλον πλήρης εξίσωση, κατάργηση του κέρδους και του χρήματος, πρωτογενής παραγωγή και εργασία στους αγρούς για όλους υποχρεωτικά.
Αποτέλεσμα; Εφιάλτης ανθρωπιστικός και οικονομικός. Το 1/3 του πληθυσμού σφαγιάστηκε από τους επαναστάτες του Πολ Ποτ και οι υπόλοιποι έζησαν την απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση, την απόλυτη ταπείνωση και τη φρίκη να εξαρτάται η ζωή τους, των ίδιων και των οικογενειών τους, από τις αποφάσεις μιας δράκας παρανοϊκών ιδεολόγων…
Παραμένοντας στο πολιτικό πεδίο, το αφετηριακό σημείο του σύγχρονου πολιτισμού, η Γαλλική Επανάσταση με την Τρομοκρατία, παρά τα φρικιαστικά ποτάμια αίματος των «αντιδραστικών» που γίνονται ολοένα και περισσότεροι, δεν υπηρετεί παρά την γκιλοτίνα με την οποία απ
oκεφάλισε το
Ancien Régime και την προέκτασή της, τη μαζική βία: Ο Μέγας Ναπολέων, ως αναμενόμενο αποτέλεσμα της συμβολικής αλλά και της πραγματικής λαιμητόμου, σαν φυσική εξελικτική διαδικασία της επαναστατικής λογικής,
θυσιάζει μια ολόκληρη γενιά της ευρωπαϊκής νεολαίας σπέρνοντας με κουφάρια τις πεδιάδες της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο Μέγας Ναπολέων, με την ιλιγγιώδη άνοδο και την άδοξη πτώση του που συμπαρέσυρε τα όνειρα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, αναδεικνύει και κάτι
σημαντικό, το οποίο φαίνεται να έχει διαφύγει από τους εραστές της βίας: στην πολιτική
το σπουδαιότερο είναι να διαλέξεις το πεδίο της αντιπαράθεσης ή αλλιώς το γήπεδο που θα δοθεί ο αγώνας.
Αν το γήπεδο αυτό είναι η βία, τότε νικητής θα είναι ο τεχνικός της βίας. Ο επαγγελματίας της βίας… Οπως έχει συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν.
Και οι ερασιτέχνες με τις βόμβες που δεν εκρήγνυνται και τις δολοφονίες αστυνομικών ή χαμηλόβαθμων μελών του καθεστώτος απλώς του στρώνουν τον δρόμο…