Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Η οικονομία της Μάργκαρετ Θάτσερ

 

Ο Vernon Bogdanor, καθηγητής στο King ‘s College του Λονδίνου, αναλύει την θατσερική οικονομία στο New Statesman, μέσα από δύο βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα: το «Making Thatcher’s Britain» των Ben Jackson και Robert Saunders (Cambridge University Press) και το «The Conservatives Since 1945» του Tim Bale (Oxford University Press).

Το «Making Thatcher’s Britain» (Δημιουργώντας τη Βρετανία της Θάτσερ) είναι μια συλλογή διορατικών δοκιμίων, κυρίως από μία νεότερη γενιά ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούν την τεράστια μνήμη του αρχικού υλικού που είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μάργκαρετ Θάτσερ και στο αρχείο περί Θάτσερ του Κέντρου Τσόρτσιλ, στο Κέμπριτζ. Το βιβλίο παρέχει ό, τι είναι ίσως η καλύτερη διαθέσιμη εισαγωγή για τα ιστοριογραφικά προβλήματα της εποχής Θάτσερ, και μπορεί να διαβαστεί αποκομίζοντας πράγματα αλλά και ευχάριστα. Επίσης, φωτίζει σημαντικά την σύγχρονη πολιτική.
Το κεντρικό θέμα που διαπερνά τα δοκίμια είναι ότι θατσερισμός δεν ήταν κατά κύριο λόγο μια οικονομική θεωρία, αλλά ένα ηθικό δόγμα. «Η πραγματική περίπτωση ενάντια στο σοσιαλισμό», επέμενε η Θάτσερ το 1977, «δεν είναι η οικονομική αναποτελεσματικότητά του. Πολύ πιο θεμελιώδης είναι η βασική του ανηθικότητα». «Τα οικονομικά είναι η μέθοδος» δήλωσε στους Sunday Times το 1981. «Σκοπός είναι να αλλάξει η ψυχή». Αυτή η ηθική διάσταση του θατσερισμού έγινε για πρώτη φορά κατανοητή από τους συνεισφέροντες στο περιοδικό «Μαρξισμός σήμερα», όπως ο Stuart Hall, ο Martin Jacques και ο Andrew Gamble. Ο Hall ήταν αυτός ο οποίος επινόησε τον όρο «θατσερισμός» ήδη από τον Ιανουάριο του 1979. Ωστόσο, υπάρχει ένα παράδοξο στην καρδιά του θατσερισμού, όπως επεσήμανε ο John Campbell, βιογράφος της Θάτσερ. Αυτό είναι ότι, παρότι οι αξίες της ήταν «συντηρητικές, ντεμοντέ και πουριτανικές», δεν προήδρευσε πάνω στην αποκατάσταση της παραδοσιακής ηθικής τάξης, αλλά στο αντίθετό της, «την κουλτούρα του ανεξέλεγκτου υλισμού». Κατά τη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας της Θάτσερ, η Βρετανία πέρασε, με μεγάλη ταχύτητα, από τον κόσμο του Άλφρεντ Ρόμπερτς (πατέρα της Θάτσερ) σε εκείνον του Μαρκ Θάτσερ (γιου της).
Η ταινία «Η Σιδηρά Κυρία» παρουσιάζει τη Θάτσερ στο λυκόφως της ζωής της. Αλλά, ακόμα κι αν έφυγε από την πολιτική σκηνή πριν από αρκετό καιρό, παραμένει μια ισχυρή ζωντανή παρουσία στη βρετανική πολιτική σκηνή. Είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοήσουμε την οικονομική κρίση του 2008 και τα γεγονότα που ακολούθησαν, χωρίς να εξετάσουμε την κληρονομιά της.
Το κεντρικό δόγμα του θατσερισμού ήταν ότι αν το κράτος σταματήσει να παρεμβαίνει στις κερδοφόρες διαδικασίες, όλοι θα ωφεληθούν. Από τότε, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Αυτή είναι η φιλοσοφία που οδήγησε στη συντριβή. Υποδούλωσε και το Νέο Εργατικό Κόμμα και τους Συντηρητικούς. Ο Peter Mandelson δήλωσε κάποτε σε μια συγκέντρωση στην Καλιφόρνια για στελέχη πληροφορικής το 1998, ότι «Είμαστε πολύ χαλαροί με τους ανθρώπους που γίνονται πλούσιοι με βρώμικο τρόπο, εφ ‘όσον πληρώνουν τους φόρους τους». Και το 2008, ο John Hutton, γραμματέας των επιχειρήσεων του Γκόρντον Μπράουν, προσπάθησε να καθησυχάσει εκείνους που ανησυχούσαν για την αυξανόμενη ανισότητα λέγοντας: «Αντί να αμφισβητούμε το κατά πόσον οι τεράστιοι μισθοί είναι ηθικά δικαιολογημένοι, θα πρέπει να γιορτάσουμε το γεγονός ότι οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα μπορεί να γίνουν πολύ επιτυχημένοι».
Όπως όμως σχολιάζει ο Ferdinand Mount, ένας πρώην επικεφαλής της πολιτικής μονάδας της Θάτσερ, στο πρόσφατο βιβλίο του, «The New Few» (Οι νέοι λίγοι), «ο Mandelson και οι φίλοι του δεν χαλάρωσαν καθόλου. Ήταν εξαιρετικά εκνευρισμένοι από το ενδεχόμενο να κάνουν λάθος για τους παλιομοδήτες –πνίξτε τους πλούσιους- σοσιαλιστές. Ακόμη και η πιο μετριοπαθής πρόταση, ότι κάποια μικρή μείωση της ανισότητας μπορεί να είναι ένα καλό πράγμα, θα σβηνόταν από το κείμενο κάθε σημαντικής ομιλίας από την ηγεσία».
Μόλις πρόσφατα, οι Εργατικοί άρχισαν να σπάνε τους δεσμούς τους με τη θατσερική συναίνεση. Τον Ιούνιο του 2011, ο Εντ Μίλιμπαντ είπε στους υποστηρικτές των Εργατικών: «Το κόμμα μου πρέπει να αλλάξει. Ήμασταν πολύ χαλαροί σχετικά με το τι συνέβη στην κορυφή της κοινωνίας. Δεν θα πω περισσότερα. Κάθε φορά που ένας διευθύνων σύμβουλος παίρνει μια τεράστια αύξηση μισθού – περισσότερο από όσο αξίζει και απ’ όσο αντέχει η εταιρεία του – υπονομεύει την εμπιστοσύνη σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να χαλαρώσουμε γι ‘αυτό».

Στο πολύτιμο εισαγωγικό τους δοκίμιο, οι συντάκτες του «Making Thatcher’s Britain» παρατήρησαν την απότομη αύξηση της οικονομικής ανισότητας κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Θάτσερ. «Τα εισοδήματα του φτωχότερου ενός πέμπτου του βρετανικού πληθυσμού αυξήθηκαν από 6 έως 13% μεταξύ 1979 – 1993, ενώ τα έσοδα από το πλουσιότερο ένα πέμπτο αυξήθηκαν κατά 60% περισσότερο». Οι Νέοι Εργατικοί δεν ασχολήθηκαν καθόλου με την αύξηση των ανισοτήτων, η οποία χρησίμευσε για να υπονομεύσει τη σύμβαση στην οποία η κοινωνία βασίζεται. Έχει καταστεί σαφές ότι ούτε οι πολύ πλούσιοι ούτε οι αποκλεισμένοι αισθάνονται μεγάλη υποχρέωση στην κοινωνία. Αυτό είναι κατανοητό στην περίπτωση των αποκλεισμένων και σε μικρότερο βαθμό στην περίπτωση των πιο τυχερών.

Ο Keith Joseph, γκουρού της Θάτσερ, κατανόησε ότι η οικονομία της αγοράς θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνον αν είχε υποστηριχθεί από ένα ηθικό πλαίσιο. Αλλά ξέχασε να εξηγήσει πώς αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να δημιουργηθεί στην ανεξέλεγκτη οικονομία που δημιουργούσαν οι Συντηρητικοί. Ίσως δεν ήξερε. Όπως δήλωσε ο Michael Foot, ήταν σαν τον μάγο στη γιορτή, που παίρνει το ρολόι σας, το τυλίγει σε ένα μαντήλι, το σπάει με ένα σφυρί, και στη συνέχεια, λέει, «Ωχ, ξέχασα τι πρέπει να κάνω τώρα».

Ο θατσερισμός, παρά τη δυναμική του, ήταν παρόλα αυτά ένας παραλογισμός. Ο συντηρητισμός στη Βρετανία ήταν γενικά ένα θέμα ενστίκτου και όχι ιδεολογίας. Το ένστικτο του Συντηρητικού Κόμματος είναι η αυτοσυντήρηση. Ο Tim Bale, στο βιβλίο «The Conservatives Since 1945» (Οι συντηρητικοί από το 1945), προσπαθεί να το εξηγήσει και εν μέρει το καταφέρνει. Έχει επιτρέψει στον εαυτό του να φυλακιστεί από τα μοντέλα των πολιτικών επιστημών, την ανάλυση των αλλαγών στο Συντηρητικό Κόμμα βάσει διαφόρων «οδηγών» και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους σύμφωνα με το αν ήταν «χαμηλή», «μεσαία» ή «υψηλή». Μια τέτοια προσέγγιση είναι μοιραία για τον ιστορικό, ο οποίος πρέπει πάντα να είναι δύσπιστος όσον αφορά τις γενικεύσεις.

Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του Bale, «The Conservative Party from Thatcher to Cameron», υπάρχει μια απροθυμία να διακρίνει τα μεγάλα θέματα από τα μικρά και στο τέλος ο αναγνώστης δεν γίνεται πολύ σοφότερος. Το εννοιολογικό σύστημα του Bale έχει μικρή επεξηγηματική δύναμη αφού η εκλογική επιτυχία των Συντηρητικών στα μεταπολεμικά χρόνια οφείλεται περισσότερο στις αποτυχίες των Εργατικών παρά σε κάτι που έχουν κάνει οι Συντηρητικοί.

Από το τέλος της κυβέρνησης Θάτσερ το 1990, ο συντηρητισμός έχει επαναπροσδιοριστεί. Ο Fred Goodwin, ο Andy Hornby και οι όμοιοί τους δύσκολα μπορούν να επαινεθούν ως υποδείγματα μιας νέας ηθικής τάξης. Έτσι, οι Συντηρητικοί έχουν γίνει για άλλη μια φορά, όπως ήταν στην εποχή του Harold Macmillan, αν και ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται λίγο επισφαλής αυτή τη στιγμή. Παρόλα αυτά, στις επόμενες εκλογές πιθανόν να μην μπορούν να κάνουν τα πράγματα καλύτερα από τους αντιπάλους τους. Είναι ίσως ένα κάπως περιορισμένο αίτημα. Όταν ο Baldwin πρότεινε το σύνθημα «Safety First» στις εκλογές του 1929, όπου οι Συντηρητικοί έχασαν, ο Κeynes το διακωμώδησε: «Εμείς δεν υποσχόμαστε περισσότερα από όσα μπορούμε να κάνουμε. Ως εκ τούτου, δεν υποσχόμαστε τίποτα».
http://www.newstatesman.com/politics/politics/2012/11/margaret-economy
Από: www.antinews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου